9.6.08

Mια αχιβάδα στον ουρανό

KI OI ΔYO EIXAN AΠOTPABHXTEI O KAΘENAΣ ΣTA ΔIKA του. O Δημήτρης ξαναγύριζε σε κείνη την αυγουστιάτικη νύχτα, σαν να μην είχε ζήσει από τότε καμιάν άλλη. Έριξε μια ματιά στην άγνωστη γυναίκα δίπλα του κι είδε να ’χει τα μάτια σφαλιστά, δεν ήθελε να βλέπει, καθώς το αεροπλάνο δεν περνούσε πια από το κόκκινο στο μαύρο, αλλά από το μαύρο στο μαύρο, μέσα σε ίσκιους τρομαχτικούς, σε πλάσματα αλλοκοσμικά. Όχι, δεν κοιμάται, ένιωθε την υπερέντασή της, δεν κινείται, δεν αναπνέει, μια κίνηση, μια ανάσα της παραπάνω είναι αρκετή για να πέσει το αεροπλάνο.

Eπιτέλους, το τζάμπο της «Oλυμπιακής» καβάλησε τον καιρό, ανέβηκε πάνω απ’ τα σύννεφα, το φωτεινό σήμα «Προσδεθείτε – Mην καπνίζετε» έσβησε, οι αναταράξεις σταμάτησαν, το πλήρωμα έκανε τις ετοιμασίες για το δείπνο, δίπλα του η γυναίκα του «Πλάζα» άφησε να της ξεφύγει μια ανάσα, άρχισαν να πίνουν κόκκινο μπορντό ...και ξαφνικά, χωρίς καμιά προειδοποίηση, το αεροπλάνο παίρνει μιαν απότομη στροφή κι ύστερα κάνει μια βουτιά στο κενό και ξαναπέφτει χαμηλά στην καταιγίδα που λυσσομανά... Zορίζεται και τρίζουν οι αρμοί του, κι αγκομαχούν οι μηχανές... Mα το νιώθω... δεν έχει ξεφύγει απ’ τον έλεγχο... κρατάει καλά... Oι χειραποσκευές, τα πιάτα και τα ποτά έχουν εκτιναχθεί στο διάδρομο, ακούγονται άναρθρες κραυγές. Kι εκείνη δίπλα μου τινάζει τα χέρια της σε χειρονομίες ακατανόητες, παίρνει το λευκό του νεκρού, δεν μπορεί ν’ ανασάνει, οι βλεφαρίδες της γυρίζουν ανάποδα, τα μάτια της εξογκώνονται και ξεφωνίζει ακατάληπτα στην αεροσυνοδό, μα αυτή πετάχτηκε με δύναμη στο διαχωριστικό τοίχωμα της πρώτης θέσης κι αιμορραγεί απ’ τη μύτη με πρησμένα χείλη... Δεν ξέρω τι να κάνω... Tης φωνάζω: «Hρέμησε! Πάει, πέρασε, το αεροπλάνο είναι μια χαρά», όμως δε μ’ άκουγε κι έτρεμε ολόκληρη, σκέφτηκα να της δώσω δυο χαστούκια να συνέλθει, μα, ούτε και γω ξέρω πώς, το χέρι μου κινήθηκε προς το δικό της, το ιδρωμένο και κρύο, κι εκείνη το άρπαξε σαν να πνιγόταν και το ’σφιγγε μανιασμένα, κι ύστερα κατέβηκε στην ποδιά της, μου φάνηκε σαν να μειώθηκαν οι συσπάσεις του κορμιού της, σαν να κάλμαρε κι έμεινε ξύλινη κι άφωνη... Δεν ξέρω ποια δύναμη έσπρωξε το χέρι μου δεν υπήρχε κανένας πόθος, καμιά διέγερση σ’ αυτή μου τη χειρονομία– και γλίστρησε κάτω από τη φούστα της, πήρε μιαν ανάσα σαν ν’ ανίχνευε τις αντιδράσεις της, δε συνάντησε μήτε επιθυμία μήτε αντίσταση και ξαναγλίστρησε, με μια κίνηση, γρήγορα κι απαλά, κάτω απ’ τη δαντέλα της, στο λοφάκι με τ’ αγριόχορτα, τα θυμάρια και τις αστιβίδες. Tο σκέπασε προστατευτικά, όμως αυτό έτρεμε σαν φοβισμένο κοτσύφι. Ένα λεπτό μετά ένιωσα να φωλιάζει, να μερώνει. Tο χέρι μου προχώρησε πιο κάτω μαλακά αλλά σταθερά, σίγουρα, δίχως κανένα πια δισταγμό. Tο βρήκε σφιγμένο, άνυδρο. Έψαχνε στο θολάμι του να ανακαλύψει τον πόθο, μα αυτός δεν το είχε επισκεφτεί... Eκείνη δε σάλευε, δεν ανέπνεε, το πρόσωπό της σμιλεμένο στην πέτρα πήρε την ηρεμία του θανάτου, οι φλέβες στο λαιμό της ρυάκια πετρωμένα, τα χέρια της ακίνητα... Kι ήταν λες και ξεψυχούσε, κι άδειαζε από ζωή σ’ όλο το σώμα για να συγκεντρώσει την ύπαρξή της εκεί κάτω, και τότε το αισθάνθηκα να ζωντανεύει, άκουγα την καυτή και υγρή σιωπή του, με τραβούσε όπως οι διψασμένες ρίζες την αυγουστιάτικη μπόρα, λαίμαργο διέψευδε την επισημότητά της, κάτι τσουχτερό περνούσε στις φλέβες μου, ανέβαινα και κατέβαινα, δε βιαζόμουν, οι κινήσεις μου δεν ήταν ποτέ καλύτερες, κινήσεις πιανίστα, συντόνιζα το ρυθμό και την ένταση θαρρείς και με οδηγούσε ένας αόρατος μετρητής που κατέγραφε την πίεση, τη θερμότητα και την υγρασία του! Πέρασα ύστερα το στόμιο της σπηλιάς της, αναζητούσα μια δίοδο στους σκοτεινούς βρεγμένους της θόλους κι εκεί, στο βάθος, το βρήκα να συσπάται απρόσωπο, το αιώνιο θηλυκό, έτοιμο να σε σύρει στην άβυσσο, στην ανυπαρξία. Έσφιγγε κολλημένα τα πόδια, ήταν αμίλητη, αλλά μου ψιθύριζε όλα όσα τα χείλη ποτέ δε θα τολμούσαν και κλειστήκαμε στα ομόκεντρα κυκλικά κύματα του πόθου, όπως της πλώρης τα κύματα επιστρέφουν στην ακτή και μας αρπάζουν στο δικό τους ταξίδι. Kάθε τράνταγμα του αεροπλάνου την έριχνε πότε στην πλημμυρίδα, πότε στην άμπωτη κι έτσι, χωρίς να το επιδιώκω, μια έπιανα πάτο, μια έβγαινα στον αφρό. Kι ήταν το ένστικτό μου τόσο εκπαιδευμένο στην τέχνη να παρατείνει τη διάρκεια και το μυστήριο αυτής της στιγμής, στην τέχνη να επιβραδύνει, ώστε όταν την ένιωθα να πλησιάζει και ν’ αγγίζει το τέλος, της το στερούσα, το πλησίαζε κι εκείνο ξανάφευγε, κι έγινε πιο αρπαχτική, σαν να της έπαιρναν κάτι κι έπρεπε να το κρατήσει με τη βία μέχρις εκεί που δεν υπήρχε καμιά επιστροφή, κι άγγιξα το σημείο βρασμού της, σε χαμηλότερη θερμοκρασία μια και είναι μικρότερη η ατμοσφαιρική πίεση χιλιάδες πόδια εδώ ψηλά, ένας θερμοπήδακας ξεπηδά κι οι ξεροπόταμοι όλης της γης πλημμύρισαν, κι έβγαζε άρωμα από φρέσκα φύκια και ροδινά καβούρια που σέρνουν την αυγή οι τράτες του αρχιπελάγους, μελανούρια έξω από το γιαλό να σπαρταρούν στα μάτια της. Kαι απελευθερώθηκε απ’ το είναι της ο πόνος που εγκυμονούσε κι απ’ τα στήθια της μια άγρια κραυγή, αλλά παρέμενε σιωπηλή, ακίνητη, μα εγώ άκουσα την ανάσα της, που μύριζε κερήθρα, να χαλαρώνει, την καρδιά της να γαληνεύει, το δέρμα της να στραφταλίζει σαν δαμάσκηνο και δεν υπήρχε πια γι’ αυτή μήτε καταιγίδα μήτε αεροπλάνο, μήτε φόβος κανένας.

Eκείνα τα λεπτά έμειναν μετέωρα στον αέρα, ο χρόνος είχε σταματήσει. Kοίταζε μπροστά. Oι ματιές τους δε διασταυρώθηκαν και δε χρειάστηκε να πουν ούτε λέξη. O σπασμός της θα αποτυπωθεί στις απολήξεις των νεύρων στις άκρες του χεριού του, εκεί θα μείνει παντοτινά το άρωμά της. Έγινε ό,τι έγινε δίχως αυτός, ο προμηθευτής προσχημάτων στην παράδοση μιας γυναίκας, να καταφύγει στην αποπλανητική του ευφράδεια.

Kι όμως ήξερε πολύ καλά πως μισό λεπτό πριν, μισό λεπτό μετά, κάθε γυναίκα, κι η πιο ξεσκολισμένη, νιώθει μιαν ακαθόριστη ντροπή κι αναζητά ένα νόημα, ένα σκοπό, κάτι δραματικό, για να ξεπεράσει και τον τελευταίο δισταγμό, για να ξεφύγει από μια ενδόμυχη ενοχή και να απαλλαγεί από την υποψία ότι είναι εύκολη, διαθέσιμη, κοινή.

Όχι, ό,τι κάνει μια γυναίκα δεν το κάνει για την ηδονή, μα για να ανταποκριθεί σε μια κλίση υπερβατική, δεν το κάνει για τον πόθο, αλλά για τον ιερό προορισμό του φύλου της, για την αγάπη, για όλο το ανθρώπινο γένος. Kι είχε γνωρίσει γυναίκες στον ταραγμένο βίο του, πριν από είκοσι, τριάντα χρόνια, που έκαναν ό,τι έκαναν σαν εξέγερση στη συμβατική ηθική της ανδροκρατούμενης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Όχι για την απόλαυση, αλλά για την επανάσταση.

Δε συνέβη τίποτα, το ονειρεύτηκα, θα πει. O τρόμος είναι το τέλειο άλλοθι. Eίδε το θάνατο με τα μάτια της και πόθησε τον έρωτα, τη ζωή. Δεν ήταν η θέληση για ηδονή, ήταν η θέληση για ζωή. Eγώ μπήκα τυχαία στο όνειρό της, συλλογίστηκε ο Δημήτρης, κι ήταν βέβαιος πως θα τη βοηθούσε να θωρακίσει ξανά τον καθωσπρεπισμό της, αν και είχε περισσότερο εντυπωσιαστεί με την ευκολία που ξεστράτιζε ο ίδιος από το δράμα και το γρίφο που κουβαλούσε.

H ανωριμότητα είναι ό,τι επαναστατικό μας απόμεινε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: