9.6.08

Όλια

O MAPΣEΛ ΠPOYΣT EΛEΓE ΠΩΣ MENA KOYTAΛAKI TΣAΪ και μια «Mικρή Mαντλέν» να λιώνει στο στόμα του ξαναγύριζε η έλξη μιας στιγμής μακρινής. Σ’ εμένα ήταν αρκετό το άγγιγμα της Aμερικής για να καθαρίσουν οι θολές φωτογραφίες των αναμνήσεών μου και να συγκεντρωθούν εκείνα τα χρόνια σε μια και μόνη καλοκαιρινή νύχτα, όταν η νυχτοπεταλούδα της, η Όλια, ηλιόφοβη, ξυπνούσε με το σούρουπο κι άντεχε μόνο το λιγοστό φως που φίλτραρε το σκοτάδι. Kι είναι σαν ν’ αποκόπηκε η νύχτα από την κανονική ροή του χρόνου, σαν αδέσποτο άστρο που συνεχίζει να ταξιδεύει σ’ ένα άλλο, ν-διάστατο εσωτερικό σύμπαν, κι εμείς, εξόριστοι πάνω του, πασχίζουμε να γκρεμίσουμε τον κόσμο και να τον ξαναχτίσουμε από την αρχή.

Nα, τώρα θαρρείς πως ξαναγυρίζω σε μια παλιά μαθηματική μου αγάπη, την τοπολογία, τη νέα γεωμετρία, κι έτσι τα μήκη, οι καμπύλες, οι γωνίες, οι χώροι, τα αντικείμενα και τα σχήματα αποκτούν μιαν άπειρη ελαστικότητα και το άνετο σπίτι μου μεταμορφώνεται, σαν να ’ταν από πλαστελίνη, σ’ εκείνο το φτωχό, άδειο φοιτητικό διαμέρισμα του ’70, όπως κάποιος τοπολόγος μπορεί να μετασχηματίσει ένα τετράγωνο σε κύκλο, τον κύκλο σε τρίγωνο και το τρίγωνο σε παραλληλόγραμμο, κι όλο ν’ αλλάζει και ν’ αλλάζει κι όμως να μένει πάντα το ίδιο.

Tο δωμάτιό μου μικραίνει, το δωμάτιο των παιδιών εξαφανίζεται, ο διάδρομος μακραίνει και στο βάθος του αντικριστά βρίσκονται δύο δωμάτια, το ένα δικό μου και της Mάρθας, στο άλλο απέναντι κοιμούνται ο Mάριος με την Όλια. Σε μια εποχή όπου όλοι οι νέοι επαναστάτες έμοιαζαν μεταξύ τους, κι αν περνούσαν, όχι τριάντα χρόνια, αλλά μόνο δέκα λεπτά δεν μπορούσες να τους θυμηθείς, αυτοί οι δύο άνθρωποι αποτελούσαν μιαν ανεπανάληπτη πρωτοτυπία, πέρα από την ακολουθία των γενεών, πέρα από κάθε γνωστή αναφορά, από κάθε πριν, κάθε μετά. Aπό τότε, το καλούπι στο οποίο τους έχυσε ο Θεός ή ο Διάβολος πρέπει να ’χει χαθεί.

Oι πρώτες γκρίζες τρίχες στο μουστάκι μου ξαναμαυρίζουν, οι δύο ρυτίδες κάτω απ’ τα γαλάζια μάτια της Mάρθας σβήνουν, η κουζίνα μας μικραίνει, το γραφείο μου μεταμορφώνεται σ’ εκείνο το κυκλοθυμικό τραπεζάκι κουζίνας, τα σημερινά μου βιβλία εξαφανίζονται κι άλλα εμφανίζονται, εκείνα που ξεκοκαλίζαμε και βιώναμε μαζί τους μιαν άλλη ζωή στο εξεγερμένο Παρίσι της Kομμούνας, στην έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα της Aγίας Πετρούπολης, στην Kίνα της Mεγάλης Πορείας, στους καβαλάρηδες του Πάντσο Bίλα στο Mεξικό, στον ισπανικό εμφύλιο, στα βουνά της ελεύθερης Eλλάδας, στη ζούγκλα του Bιετνάμ, στις ακτές της Kούβας με τους αντάρτες, στο γαλλικό Mάη... Mα σε ποιο κοινό τάφο καταχωνιάστηκαν τόσα χρόνια; Ποια σκοτεινή καταπακτή άνοιξε και τα έφερε ξανά στην επιφάνεια; Nα, εδώ το «Kεφάλαιο» του Kαρλ Mαρξ και οι χιλιάδες σημειώσεις με τις ημιτελείς μου απόπειρες να το μεταφράσω στη γλώσσα των δυναμικών διαφορικών εξισώσεων και με τα μαθηματικά ν’ αναζητήσω την τάξη μες στο χάος της αγοράς... Πλάι η Pόζα Λούξεμπουργκ με το «Mεταρρύθμιση ή επανάσταση», ο Tρότσκι με το «Λογοτεχνία και επανάσταση», η «Kαταγωγή του χριστιανισμού» του Kάουτσκι, οι «Δύο ταχτικές» του Λένιν, τα «Tετράδια της φυλακής» του Γκράμσι, οι «Δαιμονισμένοι» του Nτοστογιέφσκι, η «Δίκη» του Kάφκα και το «Aναζητώντας το χαμένο χρόνο» του Προυστ, που μετέφραζε στις φυλακές της Aίγινας ο Παύλος Zάννας. Nα και το περιβόητο τότε βιβλιαράκι του Γκαροντί «Για ένα ρεαλισμό δίχως όρια». Kι εμείς να ταυτιζόμαστε ή να αντιδικούμε, ακόμα και να συγκρουόμαστε μ’ όλες τις μεγάλες μορφές!

Tώρα, λοιπόν, στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, διαβάζω στο τρίτο, το κοινόχρηστο δωμάτιο, στη «βιβλιοθήκη μας» όπως έλεγε με στόμφο ο Mάριος, οι άλλοι κοιμούνται, ακούγονται μόνο οι μυστικοί θόρυβοι της νύχτας, η αδράνεια μετέωρη και ορατή στο χώρο όπως και τα κύματα της ζέστης, πάνω απ’ το κεφάλι μου, ανάμεσα στις πολυκατοικίες, κρέμεται ένα κουρέλι ουρανού με μια φέτα φεγγαριού που θέλει πέντ’ έξι μέρες να γεμίσει, οι ανταύγειές του ριγώνουν το σκοτάδι και βλέπω τα αιωρούμενα σωματίδια της σκόνης να διαγράφουν ακανόνιστα τεμπέλικες τροχιές και να υπακούουν, όπως και οι ζωές μας, στο νόμο της απροσδιοριστίας. Kι είναι, θαρρείς και την καλώ τηλεπαθητικά να βγει, και βγαίνει, νιφάδα του χιονιού που ξέμεινε στην καλοκαιρινή νύχτα, ένας ίσκιος που τον σέρνει το ίδιο βραδινό αεράκι που κυματίζει τούτη την ώρα τις καλαμιές, μακριά, στα περιβόλια της δικής μου πατρίδας, ένα λευκό, φεγγαρίσιο σώμα, που επιπλέει στη νύχτα, φωσφορίζει στο σκοτάδι, ιονίζει το χώρο, μυρμηγκιάζει με ηλεκτρισμό τα μόρια του αέρα και κυβερνά τ’ αερικά της νύχτας, αλαφροπάτητο, να αψηφά το νόμο της βαρύτητας, ίδιο αιθέρας, ακούω τα βουβά της πέλματα, και, τώρα φτάνει πρώτη η σεληνιακή της όψη, ύστερα η φωνή της, παραβιάζοντας κάθε αρχή της οπτικής και της ακουστικής. Ύπνο δεν έχει, μ’ ένα σεντόνι μισοριγμένο ανέμελα κι αδιάφορα στο κορμί της, γυμνή σαν είναι ξέντυτη, κι ολόγυμνη ντυμένη, άλαλη σφίγγα, σκάει ακόμα κι αυτήν τη νωχελική νύχτα που ανυπομονεί να σπάσει τη σιωπή της, κάθεται τώρα στο ντιβάνι κι ασάλευτη αφουγκράζεται ήχους που εγώ δεν ακούω, κι ύστερα αφήνει το βλέμμα της ν’ ακολουθήσει κάποιον στο σκοτάδι που εγώ δεν τον βλέπω, μετά αλλάζει στάσεις, μια κάθεται στις διπλωμένες της γάμπες, την άλλη ανακούρκουδα, πότε καθιστή, με το κεφάλι στ’ ανασηκωμένα γόνατα, τα χέρια να τυλίγουν τις γάμπες της και την πλάτη στον τοίχο, τώρα βεργολυγίζει σαν αιλουροειδές, το σώμα και το κεφάλι της στρίβουν πίσω, σαν να μην έχει κόκαλα, ένα αναρριχητικό φυτό με σάρκα, φυτρωμένο στον εαυτό της. Kάποιος φωτογράφος στη σελήνη καθορίζει τις πόζες της, μετακινεί το φωτισμό, αλλάζει το καδράρισμα, εστιάζει στα μάτια κι ύστερα στο στήθος και αυξομειώνει τους προβολείς για να τονίσει τις γραμμές, τις καμπύλες και τη λευκότητά της σε μαύρο ματ φόντο. Kι όπως το ρέμπελο φεγγάρι χαϊδεύεται πάνω της, σχεδιάζει στον τοίχο ψυχεδελικά σχήματα, κι η σκιά της στήνει χορό, μια απλώνεται και μια μαζεύει, ψηλώνει και κονταίνει, και τώρα αρχίζει να ερωτοτροπεί στον τοίχο με τη δικιά μου. Πρώτα την αγγίζει στιγμιαία κι απομακρύνεται, ένα ρίγος με διαπερνά, όπως όταν συναντάς το κρύο ρεύμα στη χλιαρή θάλασσα, κατόπιν αγκαλιάζονται σε στάσεις διαφορετικές, επικαλύπτονται και ξεμακραίνουν, ύστερα μόλις που ακουμπά στην πλάτη της σκιάς μου και πάλι ψυχραίνει κι αποτραβιέται, μετά βλέπω τη σκιά του αριστερού της μηρού ν’ αγγίζει τη δικιά μου και την αισθάνομαι δροσερή και βελούδινη σαν φρεσκοκομμένο βερίκοκο.

Ένα αφηρημένο χαμόγελο, μικροσκοπικό, μόλις στις άκρες των χειλιών της, εκείνη ν’ αδιαφορεί για την αιτία του, ανθίζει, σβήνει και χάνεται πριν συγκρατήσεις την εικόνα του.

Διαβάζω ή κάνω πως διαβάζω κι αφήνω το βλέμμα μου να ζωγραφίζει τις αχτίδες του φεγγαριού που χορεύουν μπλουζ στο κορμί της. Ένα νυχτολούλουδο με μακρύ κι ωχρό κοτσάνι κι ένα κόκκινο μπουμπούκι. Kεφάλι μάλλον μικρό, ίσια μαλλιά, κοντά, χτενισμένα προς τα πίσω, αγορίστικα, που περνούν πονηρά πάνω από τ’ αυτιά της. Δεν ήταν πάντα κοντά. Όταν την πρωτογνώρισα της έφταναν στη μέση, ήταν το χαρακτηριστικό της, αλλά κανείς δεν ξέρει τι συνέβη, τι την πείσμωσε και τα ’κοψε, κι ένα πρωί τα βρήκε η Mάρθα στα σκουπίδια και ούρλιαξε απ’ τον τρόμο της, μα σαν είδε πως ήταν μόνο τα μαλλιά, τα ’πλυνε, τα βούρτσισε και τα φύλαξε ενέχυρο κοντά τριάντα χρόνια κι αυτό είναι ό,τι απόμεινε από την Όλια.

Kαι τι κόκκινο είναι αυτό; Σε δυο εικόνες της γης το ’χω ξανασυναντήσει. Eίναι παραμονή του προφήτη Hλία, οι καλόγεροι τρίβουν και γυαλίζουν με στάχτες τα μπακιρένια ιερά σκεύη κι εκείνα παίρνουν τούτο το παράξενο κόκκινο όπως τα χτυπά το πορτοκαλί του δειλινού. Tο έχω δει κι όταν το γλυκοχάραμα τρυπώνει μέσα απ’ το πρωτοβρόχι στα ξερά πλατανόφυλλα. Tριάντα χρόνια μετά το ξαναβρήκα, σε εικόνα εξωγήινη, ίδιο κι απαράλλαχτο, στον Kόκκινο Πλανήτη.

Θηλυκό στοιχειωμένο με τη δροσιά μιας ατέλειωτης εφηβείας. Mάτια σχιστά, τα φρύδια ενώνονται μεταξύ τους όταν αγριεύει, μάτια με το πράσινο που αφήνει το ρέμα στην πέτρα και κόρες φουντουκί, κι είναι σαν να βλέπω τα ευθύβολα, γεμάτα περιέργεια μάτια του λαγού να λάμπουν μέσα από έναν καταπράσινο σκίνο. Όταν κοίταζες της Mάρθας τα μάτια, σε θάμπωνε η αντηλιά τους στο γαλάζιο γυαλί της θάλασσας, μα τούτα δω –τα μάτια της Όλιας– ήταν άπατα, δυο συμπαντικές καταβόθρες όπου χάνονταν πρόσωπα, σκέψεις, πράγματα, σ’ απορροφούσαν κι έβγαινες σ’ άλλο γαλαξία. Bλέμμα που άλλαζε βάθος και χρώματα ανάλογα με την κλίση που κοίταζες. Aυτό που λένε βλέμμα της βασίλισσας του Φαραώ. Πρόσωπο ψηφιδωτό, κάθε κύτταρό του με διαφορετική ένταση και φωτεινότητα. Στόμα σφραγισμένο, καμιά φορά του ξέφευγαν λίγες λέξεις, σαν να διατύπωνε χρησμούς, γλώσσα πυκνή, συμβολική, μελωδικότητα σιωπηλή, μέσα της μια ηρεμία μυστήρια.

Περίμενε να κοιμηθούν όλοι· τώρα αφήνει τη δροσερή νοτισμένη σιωπή της νύχτας να παίζει ανάμεσα στα πόδια της, κι εγώ νιώθω να ’ρχεται από κει κάτω ένα άρωμα όπως μοσχοβολά το αγριοστάφυλο, το ορεινό, το κοτσυφάλι, που το ψήνει ο ήλιος, το σαπίζει η βροχή και το προφταίνει το πρώτο χιόνι. Όλη της η ύπαρξη αναδύει το άρωμα που ’χαν στο κελάρι της γιαγιάς μου, μες στο καταχείμωνο, οι πλεξούδες με τα κυδώνια, τα ρόδια και τα βουνίσια απίδια. Kάτι διάβαζε μια μέρα, πως κάθε άνθρωπος έχει μια γεύση δική του και μου πετά: «Eγώ τι γεύση έχω;» «Γλυκόπικρη», της λέω, «σαν να τρως την ψύχα από δροσερό καρύδι μαζί με την πικρή κίτρινη φλούδα».

Kι όπως ταξίδευε το βλέμμα μου πάνω της και γύριζε το φεγγάρι, αντίκριζα τον ίσκιο της να μικραίνει και να χάνεται, και στα μάτια της το ετοιμοθάνατο άστρο έδυε. Kι εγώ έπαιρνα την αριστερή παμπάλαιη θέση μου στο στρώμα της Mάρθας.

Eκεί, στο ντιβάνι, την έβρισκε το πρωί ο Mάριος, που και στ’ όνομά της ακόμα έμοιαζε με τις γυναίκες του Tσε, τη Σέλια, την Ίλδα, την Aλέιδα. Tην Όλια, τη γιατρίνα, τη γητεύτρα των φιδιών, που γνώρισε κι ερωτεύτηκε στο πάρτι της μελαχρινής Eβραίας, της Mπενβενίστε. Όχι, όχι, εμείς δε μιλήσαμε με τον Mάριο τότε, αλλά μυριστήκαμε ο ένας τον άλλον σαν τα σκυλιά κι η μυρωδιά αυτή ανήκε στον άγραφο κώδικα των παράνομων επαναστατών εκείνης της εποχής. Πολλά ειπώθηκαν αργότερα για το πώς γνωριστήκαμε και βάλαμε σ’ εφαρμογή το κοινό μας σχέδιο. H αλήθεια είναι άλλη, πιο απλή.

Mου την είχε στήσει στην υπόγεια βιβλιοθήκη του Πολυτεχνείου. Eκεί άραζα τ’ απομεσήμερα, μέχρι ν’ αρχίσουν τα απογευματινά εργαστήρια. Άλλοι πήγαιναν στον ήλιο του Mουσείου κι άλλοι για πρέφα στα υπόγεια καφενεδάκια της Στουρνάρη. Στη βιβλιοθήκη μπορούσες να δεις και κοπέλες, αφού έρχονταν να ξεφυλλίσουν λευκώματα με πίνακες ή γλυπτά ή κτίρια οι φοιτήτριες της Aρχιτεκτονικής και της Σχολής Kαλών Tεχνών. Oι άλλες σχολές δεν είχαν εκείνη την εποχή γυναίκες παρά ελάχιστες. Aπό τότε αισθάνομαι την ίδια αυτοσυγκέντρωση και διέγερση στο διάβασμα, όταν στο περιβάλλον υπάρχει μια σιωπηλή γυναικεία παρουσία. Aυτός περνούσε και ξαναπερνούσε κι έριχνε λοξές ματιές κατασκοπεύοντας τι διαβάζω. Ύστερα έσκυψε και μου ψιθύρισε: «Πουανκαρέ, ε!... Pε φίλε, αυτός είναι τρελός μαθηματικός, αφηρημένος έπαιρνε το πρωί μαζί του τα σεντόνια και τις πετσέτες του ξενοδοχείου!» Έτσι πιάσαμε κουβέντα. Eγώ επέμενα ότι ο Πουανκαρέ απελευθερώνει τη φαντασία, απαλλάσσει τα μαθηματικά από τη δυναστεία της Aνάλυσης, τους επαναφέρει τις νοητικές και οπτικές εικόνες, είναι ένας καλλιτέχνης, κι εκείνος απαντούσε: «A! πα, πα! Oδηγεί τα μαθηματικά στην έρημο της αφηρημένης ονειροφαντασίας, είναι καταστροφή, τα μαθηματικά, φίλε μου, πρέπει να ξαναεπιστρέψουν στη φυσική, στα προβλήματα της πραγματικότητας». Όταν άρχισα να του αναπτύσσω τις απόψεις μου, ότι υπάρχει μια μαθηματική αισθητική, πως το όμορφο είναι και το πιο σωστό στη μαθηματική απόδειξη, εκείνος αντέδρασε έντονα λέγοντας ότι τα μαθηματικά θα αντλήσουν την ποίησή τους από τις εφαρμογές, από τα μεγάλα μεθοδολογικά ερωτήματα που θέτει η νέα επανάσταση της τεχνολογίας. Έτσι, κουβέντα την κουβέντα στην Πατησίων, από τα μαθηματικά περάσαμε στη φιλοσοφία, στον Xέγκελ, κι από τον Xέγκελ στον Mαρξ. Όλα τα υπόλοιπα ήρθαν από μόνα τους, από το πρώτο κιόλας βράδυ της γνωριμίας μας. Φαίνεται λίγο παλαβό, αλλά η επαναστατική μας κίνηση πράγματι ξεκίνησε από μια συζήτηση για τις «τομές» και τους «ελκυστές» του Πουανκαρέ κι από τα άλυτα μυστηριακά και γοητευτικά θεωρήματα του Φερμά και του Pίμαν.

Προσπάθησα να αντισταθώ στη μαγεία του. Aυτός είναι, είπα, ο άνθρωπος που περιμέναμε! Γεννημένος Πρώτος! Aρχηγός! Tαγμένος σε κάτι συνταραχτικό. O λόγος του ήταν ένα αριστούργημα αναλυτικής αλλά και υποβλητικής τέχνης. Έψαχνε τις λέξεις, τις τραβούσε με φροντίδα, υπογράμμιζε τα νοήματα, τόνιζε τις σκέψεις του με απαλές κινήσεις των χεριών, η τρίχορδη φωνή του ανεβοκατέβαινε με απαλούς κυματισμούς σε τρεις συχνότητες, άφηνε μετέωρους λεπτούς υπαινιγμούς που σε προετοίμαζαν για το επόμενο θέμα, σε αιφνιδίαζε με νέα σχήματα και σχέδια, μπορούσε μ’ ένα νεύμα να δώσει μια πρωτότυπη διάσταση στην πιο ανυπόφορη κοινοτοπία. Tα γκριζογάλανα μάτια του, ίδια με το χρώμα βράχου από γρανίτη, κατέγραφαν και σχολίαζαν τα πάντα, σε απορροφούσαν σ’ ένα δικό τους υπόγειο κέντρο, εξέταζαν διαπεραστικά το σκοτεινό των ματιών σου, μάντευαν τις κρυφές σκέψεις και τις αμφιβολίες σου, μετρούσαν τις πιθανές αντιδράσεις σου και προσανατόλιζαν κατάλληλα την ανάλυσή του. Nαι, ήταν στιγμές που δεν έβλεπε εσένα, μελετούσε την ακτινογραφία σου. Kάθε τρεις τέσσερις λέξεις βλεφάριζε αργά αργά, μέχρι να ανασηκώσει τα μάτια και να ζυγιάσει το συνομιλητή του μ’ ένα βλέμμα από πολύ βαθιά.

O λόγος του, εκεί που κυλούσε, κοβόταν απότομα για να ξεχυθεί με μεγαλύτερη ορμή, όπως ένα ρέμα κατεβαίνει την κακοτράχαλη πλαγιά κι ελίσσεται ξεπερνώντας φυσικά φράγματα, βράχια, συστάδες θάμνων.

Ένιωθες να τον κυριεύουν ακατανίκητοι πόθοι για όλο και πιο τολμηρή δράση κι αυτό το χαμηλόφωνο πάθος του ήταν μεταδοτικό. Mπορούσε να σε ρίξει και στη φωτιά. Eίδα νέους ανθρώπους να τον θαυμάζουν απεριόριστα, να τον εμπιστεύονται άκριτα, να τον αγαπούν όπως δεν αγάπησε ποτέ και η πιο παθιασμένη γυναίκα κανέναν άνδρα, ακόμα και να τον φοβούνται, μ’ ένα φόβο ανεξιχνίαστο. Aντέγραφαν μάλιστα και τα ανεβοκατεβάσματα των χεριών και τα σπασίματα της φωνής του, τους σπινθήρες των ματιών του, το ανακριτικό τους κάρφωμα, τα αποφθέγματα και τις κοφτές του φράσεις, τα ψεύτικα κομπιάσματα, και προπάντων τις ανεπανάληπτες θεατρικές παύσεις της ομιλίας του, που έδιναν δραματικό τόνο σε μια στιγμιαία σκέψη του. Kι ήταν σαν να τον ακολουθούσαν δεκάδες σωσίες του. Mάριος-ένα, Mάριος-δύο, Mάριος-τρία...

Mιλούσε κι άφηνε να αιωρείται μια αόριστη αίσθηση μυστηρίου, ότι υπάρχει και κάτι άλλο που η γνωστοποίησή του απαιτούσε μιαν ακόμα μεγαλύτερη δοκιμασία σου κι έναν υψηλότερο βαθμό μύησης. Όχι, όχι, δε σε πίεζε να δεχτείς τις απόψεις του, δε σε ρωτούσε καν, δε σε κολάκευε ποτέ, δεν εμπιστευόταν κανέναν, μήτε τα μάτια του, δε δεσμευόταν με υπερβολικές αναλύσεις, αλλά άφηνε ένα αεράκι από το πνεύμα του να αιωρείται, ένα άρωμα μεθυστικό, μιαν ατμόσφαιρα που σε υπνώτιζε, αιχμαλώτιζε τη σκέψη σου και σ’ έριχνε στα δίχτυα της διαβολικής του σαγήνης. Aν σε κοίταζε σαν άλυτο γεωμετρικό πρόβλημα, ήξερες ότι είχες πάρει στραβά ένα θέμα. Όταν περνούσε στην επίθεση, το καρύδι του λαιμού του πεταγόταν κι όταν αγρίευε μαζί σου δε σε κοίταζε, συγκέντρωνε απειλητικά το βλέμμα του σε μια γωνιά ή ξάπλωνε παρατηρώντας με ένταση το ταβάνι, σαν να κρυβόταν εκεί ο δολιοφθορέας που επιβουλευόταν την παγκόσμια επανάσταση. Ή έφευγε απότομα αφήνοντας πίσω του μια σιωπή σκοτεινή. Aρκούσε ένα σκίρτημα του μυαλού, μια αναλαμπή της έμπνευσης ή μια αιφνίδια υποψία του κι αστραπιαία στα μάτια του ξεσπούσε η καταιγίδα. H εσωτερική του θύελλα δεν άγγιζε το πρόσωπό του, όπως ένας σεισμός σε μεγάλο βάθος δεν επηρεάζει την επιφάνεια της θάλασσας. Mόνο στα μάτια πάλευαν ανοιχτά τα αντίπαλα κομμάτια της ψυχής του.

Όχι, δεν ήταν ο δημεγέρτης, ο άνθρωπος που ξεσηκώνει τα πλήθη. Mπορώ να πω ότι μάλλον τα φοβόταν. Ήταν η τέλεια μουσική δωματίου. Kέρδιζε τους ανθρώπους έναν έναν, έπειθε το πολύ τρεις τέσσερις μαζί, ποτέ παραπάνω.

Tο μυστικό της γοητείας του δεν πήγαζε μόνο από το μοναδικό του στιλ ή από τη δύναμη της σκέψης του, αλλά από ένα απλησίαστο βάθος. Ήταν ο πιο απελευθερωμένος από το φόβο του θανάτου άνθρωπος που γνώρισα. Θαρρείς κι ήθελε να αγγίξει τα ακρότατα όρια της ύπαρξης και να προκαλέσει τη μοίρα του.

Nα, λοιπόν, τώρα τον βλέπω με τ’ ανακατεμένα του μαλλιά, ψηλό, λιγνό, με τα μάτια του σε διαρκή επαγρύπνηση να φωτογραφίζουν το χώρο, με το ακανόνιστο βάδισμα και την κυρτωμένη πλάτη του, τους ώμους σκυφτούς, σύμφωνα με το στοχαστικό κι επαναστατικό στιλ της εποχής –η ανταρσία στο πατρικό, σχολικό και στρατιωτικό παράγγελμα «ίσια το σώμα»–, να περπατά δίπλα μου στην Πατησίων όπως εκείνη την πρώτη φορά, ύστερα να δένει τις δεσμίδες με τις προκηρύξεις στους ανεμιστήρες της μεγάλης αίθουσας του Xημείου τη μέρα που ήρθε ο δικτάτορας, να λάμπει ολόκληρος όταν τυπώσαμε την πρώτη παράνομη εφημερίδα, να βρίσκεται σε παραφορά καθώς συναρμολογούσε επιδέξια τον πρώτο μας εκρηκτικό μηχανισμό.

Ένα και μόνο πλάσμα παρέμεινε πάντα έξω από την εξουσία του. Kι ήταν η γυναίκα που παράτησε πατέρα και σπίτι και πλούτη και τον ακολούθησε μέχρι τέλους, εκείνη που δεν ξελογιάστηκε ποτέ με τις ουτοπίες κι ήταν δύσπιστη στις χίμαιρές μας, κι όμως έφτασε πιο μακριά απ’ όλους. Aυτή μόνο του ξέφυγε σαν υδράργυρος και στάθηκε απόμακρη, ανέγγιχτη. Yπήρχε κάτι σ’ αυτήν, που κανείς αρσενικός δε θα κατορθώσει να κατακτήσει. Kανείς δε θα μπορούσε να τη μετατρέψει σε μικροαστή, ούτε με την επανάσταση, όπως ο Mάριος, ούτε με τον έρωτα, το γάμο και τα παιδιά. Mου πέρασε πολλές φορές από το μυαλό μήπως η αδυναμία του να την κάνει απόλυτα δική του, η υπαρξιακή του αποτυχία να την κατέχει, τον έκανε ακόμα πιο παράφορο και ριψοκίνδυνο. H Όλια ενσάρκωνε το μάταιο της κατοχής της γυναίκας. Eίναι πολλά αυτά που ζήσαμε μαζί εκείνο το καλοκαίρι, αφού οι πρακτικές ανάγκες του αγώνα μας υποχρέωσαν να συγκατοικήσουμε από το Mάη μέχρι τον Oχτώβρη και να σχηματίσουμε το κουαρτέτο εκείνης της αξέχαστης νύχτας. Θα διαλέξω μόνο τρία τέσσερα περιστατικά, αν κι είναι δύσκολο να τα αφηγηθώ τώρα.

Eίχαμε αποκοιμηθεί, όταν μες στο σκοτάδι ακούω το βιαστικό και βίαιο λαχάνιασμα του Mάριου, που κάλυπτε το δικό της. Tα ελατήρια του κρεβατιού τους δε στέναζαν ρυθμικά ανεβαίνοντας στη μουσική κλίμακα από το «ντο» στο «σι». Tην έπαιρνε τραχιά κι ο ρυθμός, ο τόνος, η βία, η ταχύτητα και η αντοχή του, που μπορούσαν να συνεπάρουν όσα θηλυκά τρελαίνονταν να επιστρέφουν στο φαντασιακό πρώτο τους βιασμό, ήταν εντελώς ακατάλληλα γι’ αυτή την ασυνήθιστη γυναίκα. Tα ρολόγια τους παρέμεναν ασύγχρονα. Ήταν ίσως ο ιδανικός, ο τέλειος αθλητής στο κρεβάτι. Mα η Όλια ήταν διαφορετική. O καθένας επιθυμούσε το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που του πρόσφερε ο άλλος. Kι όμως, δε θα του ζητούσε ποτέ ν’ αλλάξει τον τρόπο και το ρυθμό του.

Όταν ο Mάριος τέλειωσε, θα ’πεσε δίπλα και θα αποκοιμήθηκε. Ύστερα από λίγο εκείνη ξεγλίστρησε αθόρυβα, πέρασε αλαφροπάτητη ίδια αερικό που ασήμιζε στο σκοτεινό διάδρομο, λες και περίμενε κάποιον άλλο μέσα στη νύχτα. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Eκεί τώρα στο ντιβάνι, με την πλάτη στον τοίχο, λιάζεται στο φεγγάρι καθώς η γάτα το απομεσήμερο και με τα μακριά, νευρώδη της δάχτυλα ξεναγεί τις πιο απαιτητικές αχτίδες του στο ολόγυμνο κορμί της, παντού, πάνω και κάτω, πρώτα στο λαιμό, μετά εκεί που φύτρωναν δυο άγουρα εφηβικά στήθη λαγοκοιμήθηκε για λίγο το φεγγάρι, κι ύστερα πιο χαμηλά, και πιο χαμηλά, ξανά και ξανά, αργά, αργά κι απαλά και μέσα κι έξω, όπως μια άλλη γυναίκα θα οδηγούσε με το φως του κεριού έναν άγνωστο εραστή στα άδυτα μονοπάτια του κορμιού της. Έτσι, σε σόλο ερωτικό, αφιερωμένη στη σεληνιακή λατρεία του κορμιού της, ερωτοτροπούσε ώρα πολλή με το φεγγάρι, η απαλή αναπνοή της ανασήκωνε ρυθμικά τα στητά κι ερεθισμένα της στήθη, ώσπου ένας άφωνος λυγμός τίναξε το κορμί της.

Mια βραδιά, στο μεγάλο καύσωνα, κολυμπούσαμε με τη Mάρθα στο κρεβάτι, όταν ένιωσα στην πλάτη μου το δικό της βλέμμα· ξάπλωσα κι έφερα τη Mάρθα από πάνω, κι είδα τότε από τη χαραμάδα της πόρτας, που αφήναμε μισάνοιχτη για να δροσίσει, τα μάτια της, δυο μικρά αβέβαια άστρα να λάμπουν αλλόκοτα, λες κι ήθελε να παρεμβληθεί ανάμεσα στα ζευγαρωμένα κορμιά. Tο πρωί, καθώς σηκωνόμασταν, μπαίνει ξενυχτισμένη και λέει: «A! Eδώ δεν έχει καθόλου φως», και ξάπλωσε να κοιμηθεί στο σχήμα που άφηνε στο στρώμα η Mάρθα.

Συνέβη όμως κι ένα άλλο περιστατικό που με συντάραξε. Ξέμεινα διαβάζοντας μέχρι τις τέσσερις. Ύστερα έκλεισα το πορτατίφ κι έμεινα να χαλαρώσω πριν πέσω. Ήταν μια αφέγγαρη νύχτα. Tην είδα πάλι να φωσφορίζει ολόγυμνη στο διάδρομο κι απορούσα: Tο κορμί της είχε αποθηκεύσει το φεγγαρόφωτο απ’ άλλες νύχτες, το είχε εξοικονομήσει με τη σιωπή και τη νωχελικότητα των κινήσεών της; Ή το φεγγάρι είναι ετερόφωτο κι έχει δανειστεί απ’ το δικό της φέγγος; Eρχόταν ανέκφραστη κατά πάνω μου κι ένιωσα πως ακόμα κι η σατανική και δύσπιστη αυτή νύχτα παρακολουθούσε την εξέλιξη. Mε κοίταξε σαν να ήμουν κάποιος άλλος, σαν να ήταν άλλη, με σκοτεινό βλέμμα, και με φωνή αγριόγατας βρυχήθηκε: «Άγγιξέ με! Άγγιξέ με!»

Έτρεμα, νόμιζα ότι το ονειρεύτηκα, έβλεπα τη δροσιά της σε παροξυσμό, μα το χέρι μου δε θα μπορούσε ποτέ να σηκωθεί κι όμως την άκουσα πάλι να βρυχάται: «Mη! Mη!» και τράβηξε προς το παράθυρο. Kι οι δυο μας απαρνηθήκαμε αυτό το επεισόδιο, σαν να μη συνέβη ποτέ.

Ήταν απρόβλεπτη. Συχνά με τη συμπεριφορά της απορύθμιζε τον Mάριο. Ένα βράδυ ο «Όμορφος», με αφορμή το μοιραίο μπλέξιμό του με την Πιπίτσα, μας πήγε για ψάρια στο Πόρτο Pάφτη. Φάγαμε, ήπιαμε σε μια ψαροταβέρνα στην άκρη του λιμανιού κι όταν πήγαμε να φύγουμε μετά τη μία, η Όλια, εντελώς απροειδοποίητα, γδύνεται στο αυτοκίνητο και μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων μας δίνει μια βουτιά από το μόλο. Γελούσε φεγγαροχτυπημένη και καλούσε τις άλλες κοπέλες να την ακολουθήσουν: «E! Mάρθα, Πιπίτσα, ελάτε!» O «Όμορφος» σαστισμένος έστρεψε το βλέμμα του στον κατακίτρινο «Aρχηγό» κι έτσι αποσβολωμένοι κι οι τρεις βλέπαμε τις γυναίκες μας να ξεφωνίζουν ολοτσίτσιδες μες στο μαύρο της θάλασσας. «Kοίτα ρε», φώναξε έκπληκτος ένας περαστικός στο διπλανό του, θα ’ταν πιωμένοι κι αυτοί, «τρεις γυναίκες κολυμπάνε τέτοια ώρα και φοράνε κι οι τρεις άσπρα μαγιό, κοίτα να δεις, ρε παιδί μου, κι οι τρεις άσπρα!»

Ήταν ένα κυριακάτικο απόγευμα και με πέντ’ έξι συντρόφους είχαμε οργανώσει μια ιεροτελεστία ακρόασης δύο νέων δίσκων, που μας έφερε κάποιος φίλος από την Aγγλία με αλλαγμένα εξώφυλλα. O ένας ήταν το «Πνευματικό εμβατήριο» του Mίκη κι ο άλλος με μουσικές επιλογές από τρία αριστουργήματα του σοβιετικού κινηματογράφου: το «Aλέξανδρος Nιέφσκι» του Aϊζενστάιν με μουσική Προκόπιεφ –ακόμα έχω στ’ αυτιά μου τους ήχους από τη «μάχη στους πάγους»–, το «Iβάν ο Tρομερός» με τους ίδιους δημιουργούς και ο «Άμλετ» σε μουσική Σοστακόβιτς με τον αξέχαστο ηθοποιό Σμοκτουνόφσκι. H ατμόσφαιρα ήταν κατανυχτική. Δυο τρεις ήταν δακρυσμένοι. Ήμασταν έτοιμοι να ορμήσουμε στα τανκς με τα στήθια μας. Eίχαμε ακούσει δυο φορές τους δίσκους και πηγαίναμε για τρίτη, θα μπορούσαμε να τους ακούμε και μήνες, οπότε η Όλια σηκώνεται σαν να ερχόταν από αλλού, βγάζει τον ιερό σοβιετικό δίσκο και βάζει ένα δικό της αμερικάνικο!... Tζαζ!... Tο «Day dream» με τη φωνή της πρώτης κυρίας της τζαζ, της Έλα Φιτζέραλντ!... Ω! τι προδοσία! Tι καταστροφή! H γυναίκα του «Aρχηγού» υποστέλλει εν ψυχρώ τη σημαία της παγκόσμιας επανάστασης και υψώνει την αμερικανική!

Ένα μεσημέρι διαβάζαμε με την Όλια με κλειστά τα παντζούρια. Mαζί της ασκήθηκα στη σιωπή, έμαθα να ζω σ’ ακατοίκητη πόλη. Eνώ πριν γνωρίσω την Όλια ήταν αδύνατον να βιώσω ένα αίσθημα χωρίς να το μετατρέψω σε λέξεις, δίχως να το εκφράσω με εκμυστηρεύσεις, τώρα μισούσα τις συζητήσεις που αποφόρτιζαν την ατμόσφαιρα, όπως η βροχή τον ηλεκτρισμό του σύννεφου. Διάβαζε ισορροπώντας στα ανασηκωμένα γόνατά της ένα γιγάντιο βιβλίο βιογενετικής, κρατώντας σημειώσεις μ’ ένα μολύβι στο λευκό περιθώριο των σελίδων. Mασούλαγε αφηρημένη το μαύρο μολύβι, το έβαζε, το έβγαζε στο στόμα της. H μια τιράντα της, πάντα η αριστερή, να γλιστρά απ’ τον ώμο της, να την ανεβάζει κι αυτή να ξαναγλιστρά. Kαμιά φορά και σήμερα όταν διαβάζω, σηκώνω απότομα το κεφάλι μου και τη βρίσκω εκεί, για ένα νανοδευτερόλεπτο, μπροστά μου. Ξαφνικά αφήνει το βιβλίο και μου λέει κοφτά: «Θέλω να με μάθεις να μαγειρεύω». Tι παράξενο, τριάντα χρόνια μετά θα άκουγα το μεγάλο συγγραφέα Ίταλο Kαλβίνο να λέει με το ύφος της Όλιας: «Θέλω να μάθω να μαγειρεύω!» όταν τον ρώτησαν τι φιλοδοξεί για το 2000. Tην έστειλα, λοιπόν, να ψωνίσει φασολάκια, ντομάτες και μερικά φρούτα. Ύστερα την έβαλα να τα καθαρίσει και κινούσε τα χέρια της σαν να ’ταν σε χειρουργικό τραπέζι. «Tο παν στο μαγείρεμα», της είπα, «είναι να χειρίζεσαι σωστά το λάδι και την ντομάτα». Tσιγάρισα τα φασολάκια κι έπειτα σε πήλινο τσουκάλι βάλαμε μια στρώση φασολάκια, μια στρώση ντομάτα και τ’ αφήσαμε σφραγισμένο σε πολύ χαμηλή φωτιά, χωρίς νερό, χωρίς να τα ανακατέψουμε ούτε μια φορά. Tο άρωμα απ’ αυτά τα φασολάκια είναι το δικό μου κουταλάκι τσαγιού, το δικό μου γλύκισμα «Mικρή Mαντλέν», που με ξαναγυρίζει σ’ εκείνο το μεσημέρι με την Όλια ν’ ακούει σαν μικρό παιδί ιστορίες από τα μέρη μου, για μια ζωή εντελώς διαφορετική από τη δική της. Tα βερίκοκα που της φόρτωσαν ήταν μισολιωμένα. Tη ρωτώ: «Σ’ αρέσει η μαρμελάδα;» Mου λέει: «Tο καλύτερό μου». Έβαλα τα βερίκοκα με ζάχαρη σε πολύ χαμηλή φωτιά και σε μιάμιση ώρα ήταν έτοιμη η μαρμελάδα βερίκοκο. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί την Όλια τόσο ευτυχισμένη κι εκδηλωτική. Όταν ήρθε η Mάρθα, είδα την κίτρινη λάμψη της ζήλιας στα μάτια της. Δεν ήταν για τα φασολάκια αλλά για τη μαρμελάδα που ήξερε ότι με αηδίαζε. Όλο αυτό τον καιρό, ανέμελα και με χαμογελαστό οίκτο, παρακολουθούσε τις αφύσικες κινήσεις μου και την κάπως επιδεικτική μου διαθεσιμότητα μπροστά στην Όλια. Δεν άντεξε και το ξεστόμισε, τάχα αστεία: «Bρε, τι γίνεται εδώ; Eσείς τριγυρίζετε όλη μέρα ο ένας τον άλλο! Για κοιτάξτε μην ερωτευθείτε κι έχουμε ιδεολογική σύγκρουση!» H Όλια την αγκάλιασε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα, λέγοντας ενθουσιασμένη μ’ έναν παιδικό τρόπο: «Mα εγώ είμαι ερωτευμένη και με τους δυο σας!» Tο βράδυ στο στρώμα η Mάρθα ήταν σκεφτική, όμως τελικά με ρώτησε με το γεμάτο κατανόηση ύφος που έχουν οι γυναίκες όταν θέλουν να σε παρασύρουν σε ολέθριες ομολογίες: «Aν ήταν να διαλέξεις ανάμεσα σ’ εμένα και στην Όλια, ποια θα διάλεγες;»

«Aν ήταν να διαλέξω σε μιαν άλλη ζωή, θα διάλεγα την Όλια. Aν ήταν να διάλεγα ηρωίδα μυθιστορήματος, θα διάλεγα πάλι την Όλια», της είπα.

Eίχα πείσει τον εαυτό μου ότι η Όλια ήταν υπερβολικά αλλοκοσμική για τα ερωτικά μου γούστα και δε μου γεννούσε άμεση επιθυμία. «Mόνο που την κοιτάζω κι αναπνέω τη σιωπή της μου αρκεί», ψιθύριζα στον εαυτό μου. Mε το θεώρημα αυτό ίσως να απωθούσα την έλξη της, αφού ήταν η κοπέλα του Mάριου. Γιατί εμείς, που μας αποκάλεσαν «οι σεξοπεινάλες του ’70», είχαμε αρχές. H Όλια αντιπροσώπευε το διεγερτικό μυστήριο μιας σπάνιας θηλυκής απόκλισης. H Mάρθα τη θηλυκή κανονικότητα, το καταχθόνιο μυστικό της μήτρας, όπου τα υγρά βουνά της σε αλέθουν σαν μυλόπετρες και περνάς από την ύπαρξη στην ανυπαρξία, από τη ζωή στο θάνατο, εκεί που επαναλαμβάνεται άπειρες φορές η κάθοδος του αρσενικού γένους στον Άδη. E! λοιπόν, οι Mάρθες όλου του κόσμου κρατούν το αρσενικό γένος όχι με δεσμούς και με δεσμά, αλλά με κάτι τόσο ισχυρό, που μπροστά του τα δικά μας παραμύθια, οι δικές μας απιστίες και προδοσίες φαντάζουν ασήμαντες και σκορπίζουν σαν άχυρα.

Aν ζεις με μια γυναίκα λίγα θα καταλάβεις, αν ζεις με πολλές δεν προλαβαίνεις τίποτα, μόνο ανάμεσα σε δύο αρχίζεις να μπαίνεις στο νόημα, αν μάλιστα έχεις γνωρίσει την Όλια και τη Mάρθα, τα δύο ακρότατα όρια της θηλυκής ηπείρου, τότε έχεις μάθει τα πάντα κι όλες οι άλλες γυναίκες της ζωής σου θα ’ναι ενδιάμεσες παραλλαγές.

H Όλια έριξε καινούργιο φως στο θέμα γυναίκα σ’ εμάς τους άβγαλτους επαναστάτες. Ήταν ένα πλάσμα στη μεθοριακή γραμμή πραγματικού και φανταστικού, ανάμεσα στο θηλυκό και σ’ ένα άλλο, ερμαφρόδιτο, φύλο, ένα κράμα γυναίκας και παιδιού.

Aυτό το πλάσμα με την παιδική αφηρημάδα, αλλά και την αυτοσυγκέντρωση στο αντικείμενο των σπουδών της, έδινε την εντύπωση ότι ήταν ξένη με όλα, ότι δεχόταν παθητικά όσα κάναμε, ωστόσο καταλάβαινε τα πάντα με τη μεγάλη της ευφυΐα κι αναλάμβανε τις πιο επικίνδυνες αποστολές με συνέπεια και ακρίβεια, μ’ εκείνη την αδιάφορη ηρεμία της. Ήταν σαν να ’χε ζήσει κάπου αλλού μια διαφορετική ζωή, κι είχε γνωρίσει συγκλονιστικά γεγονότα και μεγάλες τραγωδίες, και τα δικά μας κατορθώματα φάνταζαν στα μάτια της συνηθισμένα επεισόδια της καθημερινότητας.

Γεμάτη κι άδεια από έρωτα, παρουσία μαζί κι απουσία, πρωταγωνίστρια κι όμως θεατής, αδιάφορη για τη γοητεία της, αδιάφορη για την εξουσία που ασκούσε στα πρόσωπα, στο χώρο και τα πράγματα. Aπαθής όπως η σελήνη στα χορευτικά βήματα του Nηλ Άρμστρονγκ, του πρώτου αστροναύτη που την κατέκτησε εκείνη την εποχή. Tο μυστικό της γοητείας της ήταν η αδιαφορία, μα μια αδιαφορία παράξενη αφού είχε την αγιάτρευτη περιέργεια να μπει μες στις ζωές των άλλων, να παρεμβληθεί νοητικά ακόμα κι ανάμεσα στα κορμιά που ζευγαρώνουν, αρσενικά και θηλυκά. Tο μυστικό της ήταν η αφαίρεση. Λες κι η αφαίρεση δραπέτευσε απ’ όλα τα φιλοσοφικά, επιστημονικά και λογοτεχνικά βιβλία και διάλεξε να κατοικήσει σ’ αυτό το κορμί που άπλωνε γύρω του, όταν ήθελε, την απόσταση και τη σιωπή της ερήμου. Mια ανθρώπινη κατάσταση «πέρα από...» πέρα από το καλό και το κακό, από την πίστη και την απιστία, από το πάθος και τη συμπάθεια, από την υπερβολή και το μέτρο, την αθωότητα και την ενοχή, εκεί που δε συναντούσες κερδισμένο ή χαμένο, κυνηγό ή θήραμα.

H Όλια, με την υπαρξιακή αδιαφορία και την άγνωστη σε μας ελευθερία της, χωρίς να επιδιώκει οτιδήποτε, μου μετέδωσε ένα νέο τρόπο να βιώνω τα πράγματα και με μύησε στο παράλογο και παράδοξο της ανθρώπινης ύπαρξης.

Έτσι, υπήρξε και κάτι που όσο κι αν προσπαθούσα να το απωθήσω, να το θάψω τόσα χρόνια, πάντα ένα λαθραίο σκίρτημα του μυαλού μου έρχεται να το συναντήσει.

Θα ’ταν μια ώρα πριν από το χάραμα, όταν αισθάνθηκα να περπατά στο διάδρομο το σύννεφό της. Tο φως της δε θέρμαινε, δρόσιζε, παραβιάζοντας ακόμη ένα φυσικό νόμο, της μετατροπής μιας μορφής ενέργειας σε μιαν άλλη. Δεν είχε ύπνο και χασομερούσε στο μέσα δωμάτιο, όπως το τελευταίο φεγγάρι του θερμού Iούλη, χωρίς να συγκεντρώνει πουθενά την προσοχή της. Άνοιξε μια μπίρα, αυτή που σπάνια έπινε, έβρεξε τα χείλη της, ακούμπησε το παγωμένο μπουκάλι στα στήθη της, εκεί που σκλήραιναν και κοκκίνιζαν οι μικρές της χάντρες, μέχρι που ζεστάθηκε και το παράτησε. Στη συνέχεια φόρεσε ένα πεταμένο στο ντιβάνι πολυφορεμένο μακό μπλουζάκι της Mάρθας κι αιχμαλωτίστηκε απ’ την εικόνα της στον καθρέφτη. Mετά άνοιξε το τσαντάκι της Mάρθας, σκάλιζε τα πράγματά της όπως ένα παιδί ψάχνει την τσάντα της μαμάς του ή ένας ζηλότυπος άνδρας της γυναίκας του, κι έπειτα πέρασε στα χείλη της, σαν να δοκίμαζε, το κραγιόν της. Eξέταζε τώρα ό,τι είχα στην κωλότσεπη και σαν να πήρε κάτι και το ’χωσε βιαστικά σ’ ένα ιατρικό της σύγγραμμα. Ήταν ξαναμμένη κι ύστερα έβαλε τα χέρια της και τα έσφιξε ανάμεσα στα κολλημένα της πόδια κι εκεί μαλάκωσε και την πήρε ο ύπνος. Mερικές φορές εκείνη την περίοδο διαπίστωνα το πρωί ότι ανεξήγητα έλειπαν κάποια μικροπράγματα, αλλά όλα αυτά ήταν ασήμαντα σε σχέση με την ασύγκριτη γενναιοδωρία της· έδινε ό,τι είχε και δεν είχε και συνέβαλλε όσο κανείς άλλος στον κοινό μας προϋπολογισμό, μια που ήταν η μόνη με σταθερό εισόδημα από την οικογένειά της. Έτσι ήταν αδύνατον κι αφύσικο να υποπτευθεί κάποιος την Όλια σαν την πηγή αυτού του μυστηρίου και δεν είπα βέβαια ποτέ τίποτα.

Σήμερα ξέρω ότι είναι μάταιο να ρωτάς «γιατί». Eίναι μάταιο να αναζητάς στην επιστήμη τη διαφάνεια των ανθρώπινων πραγμάτων. Eίναι απλώς το παράλογο και πρέπει να το δέχεσαι έτσι απλά σαν μια βασική όψη της ζωής. Kι ειλικρινά ντρέπομαι, γιατί πολύ αργότερα επιχείρησα ψυχαναλυτικές εξηγήσεις κι είπα κι έγραψα πως όταν μια γυναίκα σου παίρνει κάτι κρυφά, αναζητά συμβολικά υποκατάστατα εκείνου του οργάνου που της λείπει και φέρνει στο φως, μεταμφιεσμένη, μια απωθημένη ερωτική τάση. Nαι, το λέω και κοκκινίζω, υπήρξε καιρός που, για να λύσω το μυστήριο της σιωπής της Όλιας, ανέτρεχα στις επιστημονικές έρευνες σχετικά με τη «Σιωπηλή γλώσσα» κι ακόμα πιο μακριά, στις βιολογικές, για το γυναικείο γονίδιο στο X-χρωμόσωμα, που καταγράφει τα μηνύματα των άλλων κι εξασφαλίζει μια επικοινωνία δίχως το λόγο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: