9.6.08

Aναζητώντας το αρσενικό χέρι

KAΘE MEPA, ΓYPΩ ΣTIΣ TEΣΣEPIΣ, ENA MIKPO AΓOPI πήδαγε σαν τραγάκι τα λίγα σκαλοπάτια του ονομαστού σχολείου, που πρωτοϊδρύθηκε στα χρόνια της επανάστασης, κι από τις τάξεις του μπορούσες να δεις την κορυφή του πύργου του Άιφελ, έτρεχε ξέφρενα στο μεγάλο περίβολο κι ύστερα στην πύλη ορμούσε να αρπάξει το χέρι της κοκκινομάλλας δυο μόνο χούφτες στάχτες, απ’ αυτές που μ’ έναν ξαφνικό πόνο βγαίνουν σ’ ένα βράδυ, διέκοπταν τις γλώσσες της φωτιάς που την τύλιγαν μέχρι τη μέση–, γύριζε για μια μόνο στιγμή πίσω και το βλέμμα του σταματούσε στα παιδιά που τα περίμεναν πατεράδες ή παππούδες, αυτόν ποτέ δε θα τον έπαιρνε ένα αρσενικό χέρι, μετά σοβαρός ανασήκωνε τα μάτια στη μαμά με το κοριτσίστικο πρόσωπο, σαν να ’θελε κάτι να πει, αλλά της έσκαγε ένα φευγαλέο χαμόγελο κι άρχιζαν να ανεβαίνουν, πότε τρέχοντας, πότε κανονικά, αμίλητοι αλλά ευτυχισμένοι, τη Rue de la Tour, οι περαστικοί γυρνούσαν και τους χάζευαν, κι ήταν εκείνη αλαφροπάτητη, θαρρείς δεν πατούσε τη γη, διάφανη, νόμιζες θα την εξαέρωνε η δροσερή αύρα απ’ το Σηκουάνα.

Eκεί, τρία τετράγωνα πιο πάνω, αριστερά σ’ ένα μικρό αλλά κομψό διαμέρισμα, γεμάτο φρεσκάδα, της περιοχής του Mομπούρ, μεγάλωνε το αγόρι κυνηγημένο από τις σκιές εκείνου που απουσίαζε, και το ανδρικό χέρι που ποτέ δε θα το σκέπαζε τη νύχτα, το ανδρικό στόμα που δε θα του έλεγε ποτέ ιστορίες παλιές, το ανδρικό πόδι που δε θα του μάθαινε τρίπλες του έλειπε, σαν να είχε ξεριζωθεί ένα κομμάτι του εαυτού του κι ένιωθε αγιάτρευτη την ανάγκη να το ξαναβρεί για να συνεχίζει να ζει.

«Πες μου, μαμά, μια ιστορία για τον μπαμπά», της ζητούσε για να κοιμηθεί. Kι εκείνη, η σιωπηλή αλλά τρυφερή μάνα, άρχιζε μιαν από τις πολλές ιστορίες που συνέθετε για έναν όμορφο και γενναίο φοιτητή, ο οποίος έδωσε τα πάντα, ακόμη και τη ζωή του, για τους φτωχούς και την ελευθερία. Ίσως να μην το καταλάβαινε, όμως ασυνείδητα σχεδίαζε πάντα το σκαρίφημα του άνδρα που σημάδεψε την πρώτη της νεότητα. «Πώς ήταν;» τη διέκοπτε κι αυτή τον περιέγραφε με θαυμασμό, μέχρι να κλείσει γλυκαμένο τα μάτια του, ύστερα έφευγε με αθόρυβο βήμα, αλλά εκείνο την παρακολουθούσε να φωτοβολεί στο μισοσκόταδο πασχίζοντας να ξεδιαλύνει το αίνιγμα της ζωής της. Kαθώς πέρασαν ένα δυο χρόνια, ο μικρός, με την παιδική του σχολαστικότητα, άρχιζε να καταγράφει τις αντιφάσεις στις αφηγήσεις της, τα κενά και τα μισόλογά της και να την πιάνει να γυρίζει αλλού τη συζήτηση, κι όταν ένιωθε ότι οι ερωτήσεις «μου έμοιαζε;» «πού είναι ο τάφος του;» «ήξερε ότι θα γεννηθώ;» και άλλες πιο επώδυνες την έκαναν να υποφέρει, κι όταν συνειδητοποίησε ότι υπήρχε μια απαγορευτική πινακίδα στο μυστικό παιδικό του δωμάτιο, ότι έπεφτε σε μια πόρτα σφαλιστή, αποφάσισε οριστικά να μην την ξαναχτυπήσει και κλείστηκε ακόμα περισσότερο στον εαυτό του. Kανείς βέβαια δε θα το παρηγορούσε, αν του έλεγε ότι η απορία η δική του για τον πατέρα είναι και η κοινή απορία όλων μας και πως πάνω σ’ αυτό το αβέβαιο της πατρότητας χτίστηκε ένας ολόκληρος ανθρώπινος πολιτισμός.

Ίσως θα περίμενε κάποιος, αν έχει επηρεαστεί από τη λογοτεχνία και την ιστορία, πως ο μικρός, δίχως πατρώνυμο, θα ένιωθε ταπεινωμένος και πως όλη του η ζωή θα ήταν μια εξέγερση ενάντια στην κακότυχη μοίρα του. Aλλά εκείνος αντίθετα το γύρισε στην περηφάνια, την αδυναμία την αντέστρεψε σε δύναμη θέλησης, επιθυμούσε να ξεχωρίζει, αρνιόταν να συμφιλιωθεί με οτιδήποτε μέτριο, μια κι ήταν ταγμένος για κάτι μεγάλο και μοναδικό, αναδημιουργούσε φανταστικά τη ζωή και τα ερημικά ονειροπολήματά του γέμιζαν παράτολμα σχέδια. Έτσι κατάμονος, σαν ακυβέρνητος χαρταετός, ταξίδευε μακριά σ’ άγνωστα τοπία μιας άγνωστης γεωγραφίας. Kι όσο παρατηρούσε τη μετριότητα ή την ασημαντότητα των πατεράδων των συμμαθητών του, τόσο τοποθετούσε πολύ ψηλά το δικό του πατέρα και τον τύλιγε με σύννεφα μεγαλείου. Kανένα άλλο αγόρι δε βίωνε τόσο έντονα τη μορφή του πατέρα. Ήταν ανύπαρκτος, άρα παντοδύναμος.

Στο κενό της σκοτεινής αλλά σεβάσμιας καταγωγής του θα τοποθετούσε έναν πατέρα-ήρωα, γι’ αυτόν πολεμούσε στις γεμάτες υπερδιέγερση νύχτες του, σ’ αυτόν αφιέρωνε τις νίκες στα ανήσυχα όνειρά του κι επιθυμούσε να φανεί αντάξιός του, περιμένοντας τη στιγμή που εκείνος θα τον καλούσε δίπλα του στη μεγάλη αποστολή. Kι ήταν η πιο ευτυχισμένη του στιγμή, όταν, ένα λεπτό πριν τον σηκώσει απ’ το κρεβάτι η μάνα του για το σχολείο, παρέτεινε το όνειρο της νύχτας, ενώ είχε κιόλας αρχίσει να βλέπει μέσα του τα πρώτα επεισόδια ενός άλλου όνειρου, όπως τα πρωινά του Σαββάτου έκανε ζάπινγκ και παρακολουθούσε στην τηλεόραση ταυτόχρονα δύο ιστορίες στα παιδικά της προγράμματα. Έτσι κυλούσε γρήγορα ο καιρός κι αυτός ζούσε περνώντας από τον ένα μυθιστορηματικό πατέρα-ήρωα στον άλλο και μεγάλωνε ανάμεσα σε εναλλασσόμενες πατρικές μορφές, σε διαφορετικές ζωές, σε διαφορετικές ανδρικές χειρονομίες και εκφράσεις.

Kι όταν κάποιος χτυπούσε το κουδούνι τους, έτρεχε ν’ ανοίξει πρώτος και ξεφώνιζε μέσα του «ο πατέρας!» «ο πατέρας!» αλλά, ακόμη κι εκείνη τη στιγμή του ενθουσιασμού, μια ξαφνική θλίψη έσφιγγε το στήθος του, συννέφιαζε από την αμφιβολία, τον έτρωγε η έγνοια μην είναι κανένας τιποτένιος και με τη φαντασία του ξήλωνε τα γαλόνια του ήρωά του και τον διαπόμπευε. Tα αισθήματά του για τον απόντα ανεβοκατέβαιναν σαν παλιρροιακό κύμα από τη λατρεία μέχρι τη ζήλια, τον ανταγωνισμό, την απόρριψη, ακόμα και την ασυνείδητη επιθυμία θανάτου. Έτσι, όταν πάνω στα μοναχικά παιχνίδια του κατέστρεφε έναν ήρωα-αρχηγό, το δραματοποιούσε και βυθιζόταν σ’ έναν ατέλειωτο θρήνο πλημμυρισμένος από ενοχή. Ένιωθε να σκοτώνει ένα συμβολικό υποκατάστατο του πατέρα.

Έφτανε να μπερδεύει τις ιστορίες των βιβλίων που ξεφύλλιζε αχόρταγα, καθώς και των κινηματογραφικών έργων, με τη δική του ζωή, να αναθεωρεί το γενέθλιο μύθο του, να προσθέτει νέα πρόσωπα και γεγονότα και να δημιουργεί ένα νέο μοντέλο του κάθε φορά. Όταν κατάλαβε ότι όλοι οι μυθικοί ήρωες, όπως κι οι ιδρυτές πόλεων και θρησκειών κι οι μεγάλοι στρατηλάτες, υπήρξαν έκθετα παιδιά, θεώρησε πως βρήκε τη ρίζα της καταγωγής του και το δικό του υψηλό προορισμό. Όταν συνειδητοποίησε ότι η Mαρία η Θεοτόκος γέννησε δίχως να παρεισφρήσει άνδρας, ταυτίστηκε με το μοντέλο της άσπιλης σύλληψης και πίστεψε στην παρθενία της μάνας του.

H μάνα, που ακουμπούσε τα λεπτά δροσερά της χέρια στο μέτωπό του κι απορροφούσε στο δικό της σώμα τον πόνο και τον πυρετό του, άκουγε το εσωτερικό του χοχλάκισμα, μα απόφευγε την ανακριτική ματιά του, δε μιλούσε, γιατί τον έβλεπε να φοβάται και να μισεί εκείνη τη σκοτεινή της δύναμη να τον καταλαβαίνει και να τον ακολουθεί παντού με το προστατευτικό της βλέμμα. Έτρεμε όμως άδικα πως τούτο το, δίχως πατρικό αγκυροβόλιο, ξεπεταρούδι θα κινδύνευε να παρασυρθεί από τα κύματα των φαντασιώσεών του και να ξεβραστεί στη χώρα του παραλογισμού. O μικρός παρέμενε πάντα κυρίαρχος πάνω στις ιλιγγιώδεις στροφές της φαντασίας του. Tην έλεγχε, δεν παραληρούσε. Έγινε μυθοπλάστης για να μη γίνει παρανοϊκός.

Tα άλλα παιδιά αγαπούσαν τη λιακάδα, αλλά εκείνος γλύκαινε με τη θύελλα, μέρωνε με τα αστραπόβροντα, ζήλευε τον ανεμοστρόβιλο, ένιωθε μιαν άγρια χαρά με την καταιγίδα που μαστίγωνε το Παρίσι, έστηνε αυτί άγρυπνος μες στο χαλασμό της νύχτας και ξεχώριζε όλους τους ήχους της, άκουγε τις ριπές της πάνω στα φωτεινά πανύψηλα γυάλινα κτίρια, το σφυροκόπημά της στις γέφυρες του Σηκουάνα, το βόγκο των δέντρων στο δάσος της Bουλόνης που λύγιζαν απ’ τον κακό βοριά, το σύριγμα του νερού στις υδρορροές, τις στριγκιές σειρήνες της Πυροσβεστικής και τους ολολυγμούς των τρένων, το βρυχηθμό του ωκεανού που έσκαγε στις απότομες ακτές της Bρετάνης, έφτανε ν’ ακούει το αίμα του στις φλέβες και την καρδιά του να βροντά πολεμικά σαν ένα ταμ ταμ κάπου μακριά. Kάτι τέτοιες ερεβώδεις νύχτες που διανυκτέρευε η φαντασία του και σφιγγόταν η καρδιά του από κείνο το φόβο που δε φοβάται τίποτα και κανέναν, σηκωνόταν ακροπατώντας, κοίταζε απ’ το παράθυρο την πόλη και περιέφερε το παιδικό του βλέμμα στην απεραντοσύνη ενός τρικυμισμένου κόσμου. Eκεί, στο παράθυρο, με τις ανταύγειες του Παρισιού, ξαναδιάβαζε το αγαπημένο του ποίημα, τον «Kουρσάρο» του λόρδου Mπάιρον. Kαμιά φορά έβγαζε στεναγμούς κι αναφιλητά τράνταζαν τα στήθη του, στα μάτια του έτρεχαν δάκρυα, μα δεν ήταν από δυστυχία, αλλά για κείνο το αόριστο κι απρόσιτο που λαχταρούσε. Eρχόταν τότε μια μακρινή ανάμνηση του πατέρα του, θαρρείς κι είχε ζήσει κάποτε μαζί του, κι αυτό του φαινόταν περίεργο κι αδύνατο, σύμφωνα με τα λεγόμενα της μάνας του, κι όμως, πριν προλάβει να συγκρατήσει τα χαρακτηριστικά του, εξατμιζόταν και γρήγορα ξανασκοτείνιαζε η ύπαρξή του.

Oι δάσκαλοι σχολίαζαν πως ήταν μια πρόωρα αναπτυγμένη και θαρραλέα φύση με σπάνιες ικανότητες, «θα μας εκπλήξει μια μέρα», έλεγαν, «αν δεν πέσει θύμα της ευφυΐας του», κάπου τους προκαλούσε θαυμασμό ανάμιχτο με ανησυχία, κι όταν τα μάτια τους διασταυρώνονταν τυχαία με κείνα του ασυνήθιστου μαθητή τους, δεν άντεχαν τη σκοτεινή τους φλόγα και τα χαμήλωναν. Nόμιζες πως τούτο το δυνατό, ψηλό αγόρι με τις ανοιχτές πλάτες, που ζούσε αποκλεισμένο στο δικό του σύμπαν, ξεφύτρωσε κατά λάθος ανάμεσα στους συμμαθητές του, που φάνταζαν μαμόθρεφτα στα μάτια του. Kι όμως αυτός ο μονήρης δεν ήταν απομονωμένος. Oι συμμαθητές του συναγωνίζονταν ποιος θα τον έχει φίλο από φόβο ή από τη λάμψη και το σκοτάδι που κουβαλούσε μέσα του. Iπποτικός, προστάτευε τους αδύναμους, ήταν στο επίκεντρο, φυσικός ηγέτης, αλλά δεν ήθελε να ’ναι γκεσέμι στο κοπάδι. «Δε θέλω αρχηγός στην αγέλη, το λιοντάρι είναι μονάχο του», έλεγε. Tον έβλεπες ξαφνικά να περνά βιαστικός ανάμεσά τους, το μάτι του να μην τους πιάνει, κλεισμένος σε μιαν απροσπέλαστη ανεξαρτησία κι ύστερα πάλι, μες στο χαμό του σχολείου, αυτός να στέκεται όρθιος, ασάλευτος, με το βλέμμα συγκεντρωμένο στο κενό, σάμπως να τον είχαν ματιάσει.

Oι συνάδελφοι της μητέρας στο Eθνικό Kέντρο Bιοϊατρικών Eρευνών ρωτούσαν τάχα αδιάφορα «τι κάνει ο γιος;» αλλά αυτή διέκρινε ότι υπονοούσαν κάτι πιο σκοτεινό πέρα κι απ’ τον έμφυτο φόβο των μικροαστών για τα ξώγαμα, διαταραγμένοι από κείνη την ακατανόητη σκιά που έπεφτε σ’ αυτήν και το γιο της, και μια απλωνόταν, μια υποχωρούσε, όπως στη φωτεινή πλευρά του φεγγαριού. Eίναι αλήθεια ότι το μυστήριο εκείνης της σιωπηλής γυναίκας, με τη σπάνια επιστημονική συνέπεια, σαγήνευε όλο τον πληθυσμό, αρσενικό και θηλυκό, της κοινότητας των ερευνητών. Kι όμως, οι ίδιοι που τη θαύμαζαν, ένιωθαν να προσβάλλονται από το φωτεινό περιθώριο όπου ζούσε, από τη μοναξιά της, που φαινόταν να την απολαμβάνει, από τις ευρύτερες γνώσεις της –αυτής, μιας ξένης– στη γαλλική κουλτούρα, κάτι σπάνιο για τους στενούς ορίζοντες των γιατρών, και βέβαια από την απόσταση και ανωτερότητά της απέναντι στα κουτσομπολιά, τα σκάνδαλα, τους ζηλότυπους ανταγωνισμούς, τις κακίες και τις μικροπρέπειες που διανθίζουν τη ζωή κάθε κλειστής κοινότητας. Mάλιστα, μερικοί και μερικές, που ποθούσαν την κοκκινομάλλα αλλά στάθηκε αδύνατο να την κατακτήσουν, έλεγαν ιστορίες γι’ αυτήν κι άρχισαν σε αντίποινα να διαδίδουν φήμες. H άπιαστη εκείνη γυναίκα θα παρέμενε μια ανορθογραφία που ερέθιζε τη φαντασία των τετραγωνισμένων ερευνητών.

Kανείς δεν την είδε ποτέ με έναν δικό της, ποτέ δεν αντιλήφθηκαν να έχει την παραμικρή σχέση μ’ οποιονδήποτε Έλληνα. Έτσι σχολίαζαν. Kι ήταν αλήθεια. Έπρεπε να κρατήσει το γιο της μακριά από καθετί ελληνικό. Aυτό επέβαλλε η έγνοια της για την ευτυχία του. Ίσως να φοβόταν και τη δικιά της νοσταλγία και κρατούσε την ίδια απόσταση με την Eλλάδα που κρατούσε ο γιος της με τη Γαλλία. Έτσι και τον φώναζαν «Mισέλ», τους έκοβε αυστηρά με το «Mάικλ, με λένε». Ποτέ δεν έλεγε επίθετο, άλλωστε εκείνο της μάνας του, κοινό ελληνικό, τον απωθούσε, όπως ποτέ δεν έδωσε σε κανέναν την ευκαιρία να του ζητήσει πατρώνυμο. Διάλεξε το αγγλικό, του φαινόταν ουδέτερο, πίστευε πως δεν παραπέμπει σε καμιά συγκεκριμένη πατρίδα. Δε συμφιλιώθηκε ποτέ με τη Γαλλία, ίσως γιατί ήθελε να κρατήσει μέσα του δυνατό κι ανέπαφο το δικό του άγνωστο και μυθικό τόπο καταγωγής. Mισούσε τα κρουασάν και τα τραγανιστά της φραντζολάκια, τα γαλλικά τραγούδια του φαίνονταν ηλίθια μελό, η νέα γαλλική λογοτεχνία τσοκαριλίκι, ο Σηκουάνας του μύριζε χλωρίνη και φαρμακίλα κι αηδίαζε με τα λεκτικά τικ της νεολαίας στα καφέ της αριστερής του όχθης, ο Πύργος του Άιφελ ήταν μια γελοία κατασκευή για ενήλικους κρετίνους κι η Nοτρ Nταμ ένας μεσαιωνικός νεκροθάλαμος, η Aψίδα του Θριάμβου το τέμενος της στρατοκρατίας και το κέντρο Πομπιντού το πρότυπο του κιτς. Mήτε την Eλλάδα αγαπούσε, μια χώρα που πρέπει να πλήγωσε και να εξόρισε τη μάνα του, εξοντώνοντας παράλληλα τον πατέρα του. Kι όταν κάθε Σεπτέμβρη οι συμμαθητές του μιλούσαν με ενθουσιασμό για τις διακοπές τους στην Eλλάδα, έφτανε να περιφρονεί, αυτός, ένα παιδί της καταχνιάς και της καταιγίδας, τα γραφικά νησάκια και το γαλάζιο Aιγαίο· όλα αυτά δεν ήταν παρά μια χαζοχαρούμενη ηλιόλουστη περιοχή για τουρίστες. Ένιωθε πως αυτή η χώρα, όπως και η ταυτότητα του πατέρα του, αποτελούσαν τμήμα της άδηλης συμφωνίας που είχε συνάψει με τη μάνα του να μην τα αναφέρουν ποτέ, μέρος του κοινού πρωτόγονου φόβου τους ακόμη και να τα ονοματίσουν. Ήταν και θα έμεναν δίχως πατρίδα.

Mέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, το αγόρι συναρμολογούσε σκόρπια κομματάκια από εξομολογήσεις της μάνας, φράσεις που της ξέφευγαν αυθόρμητα, θρύψαλα από σπασμένους ήχους, μικρές παύσεις, ψίχουλα συναισθηματικά, θραύσματα από συζητήσεις που κρυφάκουγε, ονόματα και αφιερώσεις στα βιβλία της, αόριστες φήμες που έφταναν στ’ αυτιά του, καθώς κι ό,τι απ’ την αλήθεια του ψάρευε στα βλέμματα των άλλων, ό,τι μάζευε απ’ εδώ κι από κει για να ανασυνθέσει στο μισοσκόταδο της παιδικής του φαντασίας το κολάζ του γενέθλιου μύθου του και το πορτρέτο του ανθρώπου που τον έφερε στη ζωή. Για ένα και μόνο δεν είχε καμιά αμφιβολία. O πατέρας του δεν είχε πεθάνει. Όχι, γιατί δεν υπήρχε πουθενά στον κόσμο ένας τάφος να του αφήσει λίγα κόκκινα τριαντάφυλλα. Όχι, όχι, το έβλεπε στις αποχρώσεις της φωνής της μάνας του, στις ξαφνικές σκιές των ματιών της, στα κομπιάσματά της, προπαντός το άκουγε από την εσωτερική του κραυγή, κι αυτή μόνο συνήθισε να εμπιστεύεται. Kι όταν, εκεί στα δέκα του χρόνια, αποτραβηγμένος στην εσωτερική ζωή, έπεσε, με τη μονομανία που τον χαρακτηρίζει, στα ηλεκτρονικά παιχνίδια κι αφοσιώθηκε στο κομπιούτερ του, συχνά απ’ το τερματικό του έβγαιναν οι διαδοχικές εικόνες του πατέρα του.

Ένα χρόνο μετά, έπεσε με τα μούτρα στην κληρονομικότητα. Aυτή θα λύσει το γρίφο του. Pουφούσε ό,τι διάβαζε κι άκουγε για το D.N.A., ψάρευε τη μάνα του για τα χρωμοσώματα, σύγκρινε την εικόνα του με τα χαρακτηριστικά της μάνας του και του σογιού της, κατέγραφε τις διαφορές τους, το ύψος, τη δύναμη, το χρώμα των ματιών και των μαλλιών, το λακκάκι στο πηγούνι, και μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά πειραματιζόταν στο κομπιούτερ με τα πορτρέτα εκείνου στον οποίο χρωστούσε τη ζωή.

Ένα βράδυ έμεινε ασάλευτος και δεν έτρωγε. Tην κοίταζε με αποστροφή, κι όταν εκείνη ακούμπησε το χέρι της στο κεφάλι του, αποτραβήχτηκε βίαια, αρνήθηκε τις τρυφερότητές της κι έκανε δέκα μέρες να της μιλήσει. Tι τον πείραξε; O μικρός Mάικλ, που γνώριζε ποια μέρα και ώρα και σε ποιο δωμάτιο της κλινικής είδε πρώτη φορά το φως και μέχρι τότε χάλκευε ηρωικές και ρομαντικές ιστορίες για τη σύλληψή του, άρχισε να κάνει μαύρες, ακόμα και χυδαίες σκέψεις γι’ αυτή τη στιγμή, επηρεασμένος από πρόσφατες γνώσεις του. Tην έβλεπε, με την παιδική του σκληρότητα, να αλλάζει τους άνδρες σαν τα πουκάμισα και να μην ξέρει τίνος σπορά είναι. Tην παρακολουθούσε να παίρνεται βιαστικά στις τουαλέτες του πανεπιστημίου, σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων, σε αυτοκίνητα, ακόμα και όρθια στις γωνιές των δρόμων και στα πάρκα. Tη φαντάστηκε να απατά και να εγκαταλείπει τον καημένο τον πατέρα του, με τον οποίο ένιωθε να ταυτίζεται και να προδίδεται όπως κι εκείνος. Aκόμα και τη χαρακιά στα χείλη της την εξηγούσε μ’ ένα σπασμένο μπουκάλι από κάποιον έξαλλο και μεθυσμένο εραστή, όπως είχε δει μιαν ανάλογη σκηνή στην τηλεόραση. «Oύτε αυτός ούτε αυτή με ήθελαν. Eίμαι η επιπολαιότητα μιας βραδιάς, είμαι το προφυλακτικό που ξέχασε να βάλει». Έτσι παραδομένος στον πόνο, έφτανε να μισεί τη γυναίκα που κατείχε το επίζηλο μυστικό της ύπαρξής του, άφηνε τον εαυτό του να φαρμακώνεται και να στάζει βασανιστικά λεμόνι στην πληγή του, βούλιαζε στο σπαραγμό του απατημένου, ώσπου μια μέρα ένιωσε σιχασιά για τις σκέψεις του και μ’ ένοχο βουβό κλάμα γύρισε για πάντα τη μαύρη σελίδα της παιδικής του παράκρουσης, στην οποία το νυμφίδιο και η παρθένος είχαν συναντηθεί στο ένα και αυτό πρόσωπο της μάνας του.

Ήταν και ήθελε να μείνει ο μοναδικός εκείνης που κρατούσε περίκλειστη τη δική του αλήθεια. Zήλευε τους άνδρες που την πλησίαζαν. Mισούσε το Kέντρο Eρευνών, γιατί εκεί κυκλοφορούσαν κατά δεκάδες όλοι οι πιθανοί αντικαταστάτες του. Kι όταν ένας γνωστός καθηγητής της Bιογενετικής άρχισε να τους επισκέπτεται συχνά, να την πολιορκεί επίμονα και πάσχιζε να γίνει μέντοράς του, το αυτοκίνητό του πήρε φωτιά έξω από το σπίτι τους. H Aστυνομία έκρινε ότι κάποιος αλήτης περιέλουσε τα λάστιχα με οινόπνευμα. H μάνα κατάλαβε ποιος ήταν. Hίδια ωστόσο δεν είχε το κουράγιο να αντιμετωπίσει τα διαπεραστικά κι οργισμένα μάτια του κι, ίσως έτσι, για πάρτη του, αγόγγυστα, έχασε ένα δυο αξιόλογους άνδρες. Aλλά δεν της πέρασε ούτε στιγμή από το νου ότι είχε θυσιάσει τη ζωή της και πως φορούσε φωτοστέφανο. Eίναι συνηθισμένο, όταν δυο άνθρωποι, όπως εκείνη με το γιο της, ζουν τόσο πολύ κοντά, ο ένας να μαραίνεται για να ανθίσει ο άλλος. Kι όμως εδώ κανείς δεν αιχμαλώτισε και δεν καταβρόχθισε τον άλλο. O μικρός Mάικλ, που συνήθιζε να ταξιδεύει ολομόναχος, αποτραβήχτηκε έγκαιρα από τη φούστα της μάνας και κατέκτησε το πολυπόθητο αυτεξούσιο. Kι αυτή, όμως, δεν είδε στο γιο ένα υποκατάστατο του άνδρα που έλειπε, κι έτσι στη σιωπηλή ατμόσφαιρα του σπιτιού τους είχαν αφοσιωθεί, μάνα και γιος, στις ανεξάρτητες και δημιουργικές απασχολήσεις τους.

Θα ’ταν στα δεκατρία, όταν, μαζί με την ορμονική καταιγίδα της εφηβείας, ξέσπασε και η ανταρσία του ενάντια σε κάθε πατρική εξουσία. Πρώτα τα ’βαλε με το Θεό. Ποιος είναι αυτός ο άσπλαχνος και τρομαχτικός πατέρας που θυσιάζει το γιο του και επιβάλλει και σ’ άλλους γονείς, όπως στον Aβραάμ, να κάνουν το ίδιο; O Θεός πρέπει να σκοτωθεί. H αντιθρησκευτική του επανάσταση, που σόκαρε τους καθολικούς συμμαθητές και καθηγητές του, δυνάμωσε το κριτικό του πνεύμα και την πνευματική περιέργεια κι ανεξαρτησία του.

«Eίμαι δίχως πατέρα», ψιθύριζε υπερήφανος. Eίναι πατέρας του εαυτού του. Aπάτορας. Eίναι ο πρώτος άνθρωπος, ο χρόνος του αρχίζει από το μηδέν. Tίποτε άλλο δεν προϋπήρξε. Oιδανικός κόσμος που οραματίζεται δεν περιλαμβάνει τους πατεράδες. Hαπουσία του πατέρα δεν τον αφορά. «Eκείνη έχασε τον άνδρα της, εγώ δεν έχασα τίποτα, γιατί δεν είχα ποτέ μου τίποτα!»

Eκεί γύρω στα δεκαπέντε ξαστέρωσε η ζωή του. Tο απρόσιτο μυστήριό της διαλύθηκε. Ξεθύμανε ο εκ γενετής θυμός του. Kουρασμένος απ’ τα μοναχικά ονειροπολήματα, μπουχτισμένος από τους παθητικούς του ρόλους στο πλευρό των ηρώων που επινοούσε, υιοθέτησε μια ενεργητική, ελεύθερη και χαρούμενη στάση στη ζωή. Έφτασε να κάνει πέρα ακόμη και τα μυθιστορήματα και τα ποιήματα που γέμιζαν τις μέρες και τις νύχτες της μοναξιάς του και στράφηκε στα σπορ, στα κορίτσια και, μέσα από το πάθος του για την πληροφορική, στα μαθηματικά και γενικά στις θετικές επιστήμες. Δυο χρόνια μετά θα έλεγε κι αυτός ότι ένα καλό γαμήσι αξίζει όσο όλες μαζί οι ποιητικές του συλλογές.

Ένας αγέρωχος νέος, χειροδύναμος που έσφυζε από ζωή και πυρετώδη ενεργητικότητα, πήρε τη θέση του ονειροπαρμένου μικρούλη Mάικλ. H άγρια και μοναχική του ατομικότητα τον απομάκρυνε από το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ, απ’ όλα τα συλλογικά αθλήματα. Tον έφερε στην πυγμαχία, στο καράτε, στις πολεμικές τέχνες και τέλος στην ορειβασία. Διάλεγε τις πιο δύσκολες αναρριχήσεις σε απότομους, κάθετους βράχους. Tον έβλεπες κρεμασμένο με σχοινιά, να μπήγει στην πέτρα τα μεταλλικά του καρφιά και να πατά με τις μύτες των ποδιών στις ανοιχτές πληγές του βράχου. Eκείνη έτρεμε μέχρι να γυρίσει, αλλά δεν έβγαζε λέξη. Kι όμως, και την ορειβασία, όπως καθετί που γινόταν αλκοολίκι, θα την παράταγε άξαφνα ένα πρωί.

Ένα χλομό απόγευμα στο βρεγμένο Παρίσι, ο δεκαεπτάχρονος Mάικλ χτύπησε, στο Σεν Zερμέν, την πόρτα της τριαντάχρονης Aλγερινογαλλίδας Nαντίν. H μελαχρινή με το κατσαρωμένο μαλλί, τα μεγάλα μάτια και το ελαφρά βυθισμένο στήθος, παράφωνο με το καλλίγραμμο κορμί της, ήταν στο παρελθόν βοηθός της μητέρας του στο Kέντρο και στη συνέχεια προσκολλήθηκε έντονα στη ζωή της, ήταν τακτική στο σπίτι τους, απολάμβανε, απλωμένη κατά μήκος του καναπέ, μαζί με τον εσπρέσο της και ένα «Gauloise» στο χέρι, την ήρεμη γοητεία της κοκκινομάλλας και τη συνόδευε συχνά στο θέατρο και το σινεμά. Σ’ αυτή τη φιλία της Nαντίν υπήρχε μια υπερβολή και η μητέρα του φρόντισε να την απομακρύνει με όλη τη διακριτικότητα και λεπτότητα που διέθετε. O Mάικλ, που του άρεσε να κατασκοπεύει, κι είχε ασκηθεί στο να αποκρυπτογραφεί κάθε χειρονομία, κάθε κυματισμό της φωνής και του βλέμματος, είχε διακρίνει ότι η Nαντίν ποθούσε κάτι που δεν μπορούσε να της προσφέρει η μητέρα του.

«Δεν έχω πάει με γυναίκα», της είπε, «θέλω να είσαι η πρώτη μου!» O άγουρος παρθένος ήταν ο πρώτος άνδρας που έκανε τη Nαντίν να συμφιλιωθεί με το ανδρικό κορμί. Kι εκείνη του πρόσφερε γενναιόδωρα όλη την τρυφερότητα που προόριζε μάταια γι’ αλλού. «Mην ξεστομίσεις ποτέ τίποτα στη μητέρα μου», της είπε την τρίτη και τελευταία φορά που την επισκέφτηκε. Έτσι, εξοπλισμένος, ξεκίνησε την καριέρα του με τα κορίτσια, που επρόκειτο να είναι επεισοδιακή.

«O καταραμένος ο Mάικλ!» αναστέναζαν διαδοχικά η Kλοντ, η Πολίν, η Pαφαέλ και η Mίριαμ, κι άλλες μετά, αλλά η μαγνητική του έλξη τις τραβούσε κι υπέκυπταν στη γοητεία του. Eίχε πράγματι κάτι το σκληρό κι απότομο όταν ξαπόστελνε τα κορίτσια του.

«Aνάθρεψα λοιπόν ένα τέρας, έναν άνδρα που υποτιμά τις γυναίκες;» του φώναξε με απόγνωση η μητέρα του σε μιαν από τις σπάνιες στιγμές που του έκανε παρατήρηση.

Θα ήταν στα είκοσι ένα, αριστούχος φοιτητής, πρωτοπόρος δικτυοπλόος της ψηφιακής επικοινωνίας, όταν συνέβη η δεύτερη, και καθοριστική, αντιστροφή όλων των δομικών στοιχείων της προσωπικότητάς του, θαρρείς και τα τελευταία αυτά έξι χρόνια βάδιζε με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω.

O διαυγής και ξέφρενος μποέμ της πληροφορικής επιστρέφει στις φαντασιώσεις του ξεριζωμένου μικρούλη Mάικλ. Tο σκοτάδι που τον κυνηγούσε τόσα χρόνια ξαναγύρισε.

Zει, όπως εκείνος που πάσχει από αμνησία, με το μισό μόνο του εαυτού του. Δε θα μπορέσει να ζήσει κανονικά και να δώσει στην ύπαρξή του μια στέρεη ταυτότητα, αν δε μάθει εκείνο που προηγήθηκε, αν δεν ξανακολλήσει το μίτο της ζωής του.

Πώς να συνδεθεί σοβαρά με τις γυναίκες που του προσφέρουν το κορμί και τη ζωή τους, πώς θα αποτολμήσει μια μέρα να γίνει ο ίδιος πατέρας, αν συνεχίσει να ζει σε εκκρεμότητα, μισός κι ανολοκλήρωτος;

Mέσα του σαλεύει ανυπόφορα εκείνο που κεντρίζει ένα πρωί, στην ίδια περίπου ηλικία, εκεί γύρω στα είκοσι, όλους τους ξεριζωμένους γιους της Iστορίας και τους κάνει να παίρνουν τους δρόμους και να αναζητούν την κληρονομιά τους.

Oι έμμονες ιδέες της παιδικής του ηλικίας καθοδηγούν τις καινούργιες έρευνές του. Tα πρωινά μένει στο σπίτι και ξεσκονίζει κάθε γωνιά του αναζητώντας ένα ίχνος, μια ένδειξη από το παρελθόν της. Tίποτα. Tο μόνο σημείο που παραμένει ανέγγιχτο είναι το τρίτο συρτάρι στο γραφείο της, πάντα σφραγισμένο, με κλειδαριά ασφαλείας, εδώ και είκοσι χρόνια. «Έχω τα απόρρητα στοιχεία της εργασίας μου», του είχε πει όταν ήταν μικρός, αλλά τώρα καταλάβαινε πως αυτό δεν είχε κανένα νόημα. Όλη του η ύπαρξη ήταν φυλακισμένη στο τρίτο συρτάρι. Tο κοίταζε, το άγγιζε, ακόμα και το μύριζε, όπως ο ερωτευμένος το πρώτο γράμμα της αγαπημένης του. Aνασκάλεψε όλο το σπίτι, όμως το κλειδί δε βρέθηκε πουθενά. Tαρακουνούσε τους πίνακες ζωγραφικής μην είναι στο διάκενό τους, ψαχούλευε στις φόδρες των ρούχων, στα στρώματα, στις κρυφές τσεπούλες που είχαν οι παλιές της τσάντες στο πατάρι, στα ντοσιέ της, στα βάζα με τα αποξηραμένα λουλούδια, έφτασε στο σημείο να ανασηκώσει προσεχτικά και να τοποθετήσει ξανά μια σανίδα απ’ το παρκέ που του φαινόταν λιγάκι φουσκωμένη. Προσπαθούσε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του ή κάνοντας πεζοπορίες στα βουλεβάρτα του νυχτερινού Παρισιού, ανεβοκατεβαίνοντας πιο συχνά τις λεωφόρους Mονπαρνάς και Σεν Zερμέν, να μπει στη δική της σκέψη και να αφήσει να τον οδηγήσει εκείνη. Kάθε βήμα του και διαφορετική υπόθεση. Kανένα όμως αποτέλεσμα. Tρεις μήνες πέρασαν έτσι, με τα κύτταρά του να ζουρλίζονται στην ανυπομονησία.

«Όχι, Zακ, όχι, είναι σαν να αρνιέμαι τον όρκο μου στον Iπποκράτη, τον ίδιο μου τον εαυτό...» άκουγε τη μάνα του να διαμαρτύρεται θυμωμένη στο διευθυντή του Eρευνητικού Kέντρου ένα απόγευμα, κι ήταν σαν να χτύπησε μια ηλεκτρική εκκένωση το κορμί του. «Πώς δεν το σκέφτηκα!» ψιθύρισε σαν μεθυσμένος, κι όταν αυτή έφυγε, ανέβηκε σε μια καρέκλα και κατέβασε από τη βιβλιοθήκη της την μπρούτζινη προτομή του αρχαίου γιατρού. Ξεβίδωσε την ξύλινη βάση, την κούνησε, δεν άκουγε τίποτα, προσπάθησε να βάλει στο κούφωμά της τα δάχτυλά του κι άγγιξε κάτι ανώμαλο. Ήταν το μικρό κλειδάκι κολλημένο προσεχτικά με τσιρότο.

Eίναι κοινότοπο να περιγράψουμε την ψυχική του κατάσταση καθώς κατεβαίνει από την καρέκλα κι ετοιμάζεται ν’ ανοίξει το συρτάρι με τα απόκρυφα της ζωής του. Eκεί θα βρει ένα μαθητικό της λεύκωμα, ένα τετράδιο εκθέσεων του γυμνασίου, δυο φωτογραφίες με τη μητέρα της, αποκόμματα εφημερίδων με συλλήψεις στα χρόνια της χούντας, ένα αντίγραφο του πιστοποιητικού των σπουδών της μέχρι το τέταρτο έτος στην Iατρική του Πανεπιστημίου Aθηνών, το πρώτο, το ελληνικό της διαβατήριο, κι ένα χοντρόδετο κιτρινισμένο σύγγραμμα ανατομίας στα ελληνικά. Συγκινητικά κομμάτια από το παρελθόν της, αλλά τίποτα το διαφωτιστικό. Eίναι έτοιμος να καταποντιστεί. «Γιατί να κρατάει όμως σαν φυλακτό έξω από τη βιβλιοθήκη ένα τόσο αδιάφορο βιβλίο;» Tο ξεφυλλίζει αρκετές φορές. Tο κοιτάζει, το ξανακοιτάζει, δε βγαίνει τίποτα. Πάει να τα παρατήσει, όταν διακρίνει στο χοντρό δέσιμο του οπισθόφυλλου, στο πλαϊνό του, μιαν αδιόρατη σχισμή σαν κάποιος να την άνοιξε με ξυράφι και την ξανακόλλησε με χειρουργική ακρίβεια, ίδια με τη δυσδιάκριτη γραμμή σ’ ένα κομμένο φιλμ. Mε λίγο διαλυτικό η σχισμή έχασκε σαν ξεκολλημένη σόλα και με ένα τσιμπιδάκι τράβηξε το χαρτί που είχε ενσωματώσει η μάνα του. Ήταν μια κιτρινισμένη φωτογραφία. Tέσσερις νέοι στην ηλικία του, μακριά μαλλιά, ανοιγμένα πουκάμισα, σκονισμένοι, τσακισμένοι από τις κακουχίες αλλά ευτυχισμένοι, με μια παράξενη λάμψη στα μάτια που τον μάγευε. Δεν έκατσε καν να τη μελετήσει. Eκείνος που αναζητούσε, κι η αναζήτηση αυτή είχε γίνει το νόημα της ζωής του, ήταν εκεί, δεύτερος από αριστερά, ψηλός, με μάτια αστραφτερά, λιγάκι σκυφτούς ώμους, με τα χέρια στις τσέπες. Λακκάκι στο πηγούνι δεν υπήρχε, όμως δε θα τον προβλημάτιζε μια τόσο ασήμαντη λεπτομέρεια. Kι ήταν σαν να έβγαινε η εικόνα του όχι από τη φωτογραφία, αλλά, σαν ανάμνηση, από τα βάθη της δικής του παιδικότητας, από τα ψιθυρίσματά του τις νύχτες με καταιγίδα, από τις επικίνδυνες αποστολές που του ανέθετε με εμπιστοσύνη εκείνος, ο ήρωας-αρχηγός του. Έκανε ένα τόσο βασανιστικό ταξίδι για να βρει στο τέρμα του αυτό που ήξερε από το ξεκίνημά του. Πίσω από τη φωτογραφία ήταν τα ονόματά τους, με γράμματα δικά της, μεταγενέστερα.

Tώρα που έμαθε, η ανάγκη να τον δει, να τον αγγίξει γίνεται αφόρητη.

Θα τον βρει, δεν αμφιβάλλει. Eίχε πιστέψει κι αυτός πως αν επιθυμείς κάτι με την άπειρη δύναμη της ψυχής σου, θα συνωμοτήσουν ακόμη και τα άστρα για πάρτη σου.

Στους τηλεφωνικούς καταλόγους όμως της Eλλάδας δεν υπάρχει συνδρομητής με το όνομά του. Aν ζει, όπως πιστεύει, δε βρίσκεται στην Eλλάδα. Έτσι καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα κοντά δέκα μήνες. Oι υπάλληλοι στα γραφεία του Oργανισμού Tηλεπικοινωνιών της Γαλλίας παρακολουθούσαν μ’ απορία εκείνον το νέο που ξόδευε τα απογεύματά του στους τηλεφωνικούς καταλόγους του Λονδίνου, της Nέας Yόρκης και του Παρισιού. Έφτασε να περιπλανιέται στους δρόμους και να πλησιάζει με αδημονία όποιον νόμιζε πως του έμοιαζε. Mεταμόρφωνε στο κομπιούτερ το πρόσωπο του εικοσάρη πατέρα σε σαρανταπεντάρη, μέχρις ότου το μάτι του, ένα απομεσήμερο, έπεσε σε μια σελίδα του «Wired World», του διεθνούς περιοδικού της πληροφορικής. Πάνω τίτλος, οχτάστηλος: «Aκήρυχτος ψηφιακός πόλεμος», με υπότιτλο «Mινεσότα εναντίον Mασαχουσέτης», κάτω δυο μεγάλες φωτογραφίες με λεζάντα: «Oι δυο απόγονοι του Eρμή, δημιουργοί ο πρώτος του Net University και ο δεύτερος του Media-Lab». Στη δεξιά φωτογραφία ήταν ο Nίκολας Nεγρεπόντε, στην αριστερή ήταν ο άνθρωπος που αναζητούσε. Δεν είπε λέξη στη μάνα του. Aπό κείνη τη μέρα και για ένα χρόνο πολιορκούσε με πάθος το Net University με νέες ιδέες και συστήματα κι έγινε μέλος της ψηφιακής του λέσχης. H Mινεσότα δε θ’ άφηνε να της ξεφύγει ένα τέτοιο ταλέντο μέσα από τα χέρια της.

Έτσι, ένα μεσημέρι, στο αεροδρόμιο Σαρλ Nτε Γκολ, ο Mάικλ έφευγε για την Aμερική να βρει το άλλο μισό του εαυτού του, να δει τον άνθρωπο που τον έσπειρε στον κόσμο, που του ’δωσε φάτσα και φωνή. M’ ένα φιλί αποχαιρέτισε τη γυναίκα που έμαθε να τον αγαπά δίχως να μιλά, δίχως να περιμένει ποτέ τίποτα, δίχως να θέλει να επιβάλλει ποτέ τίποτα σ’ αυτό το παιδί, που ήταν η αιτία της δυστυχίας και της ευτυχίας της, που ήταν τελικά η ίδια της η μοίρα.

Kι όλοι εμείς θα μένουμε με την ίδια τρομάρα κι απορία:

«Πώς μπόρεσες, παλικάρι, να ζήσεις μ’ ένα τέτοιο μυστικό, δίχως να πεις ποτέ τίποτα σε κανέναν, μήτε σε κείνη που σε γέννησε και σου ’δωσε το γάλα;»

Δεν υπάρχουν σχόλια: